Ο Κήπος του Προφήτη



Λες και γράφτηκε σήμερα. Κι όμως, αυτό το υπέροχο ποίημα το έγραψε ο Xαλίλ Γκιμπράν το 1923. 

Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ’ τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.

Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή
παρά μονάχα στην πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες στα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του
ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.

Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό,
απατεώνα για φιλόσοφο,
μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.

Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους.

Xαλίλ Γκιμπράν 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΝΑΙ ή ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΟΧΙ



Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό'χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του

Κ.Π.Καβάφης


«Ε κακομοίρη άνθρωπε», είπε δυνατά, «μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις - το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα 'ναι πολύ αργά. Ας ανασκουμπωθούμε εμείς που το ξέρουμε, ας σύρουμε μπορεί να μας ακούσουν».


Νίκος Καζαντζάκης (απόσπασμα  από το βιβλίο του "Αδερφοφάδες")

Ίσκιοι



Είπες βαθιά θα σκάψεις μες στον εαυτό σου
Να τον γνωρίσεις να τον καταχτήσεις ίσως
Μα τι νόμισες πως είναι ο εαυτός σου ορυχείο
Στοές ν'ανοίγεις και ν'αναζητάς
Φλέβες χρυσάφι φλέβες κάρβουνο
Η μήπως νόμισες πως είναι χώρος αρχαιολογικός
Που κρύβει μέσα του στρώματα-στρώματα
Πολιτισμούς χαμένους
Ενα κομμάτι πονεμένη σάρκα είσαι
Κι όσο κι αν σκάψεις μέσα σου δεν θα'βρεις
Παρά αίμα σκοτωμένο κι αίμα ζωντανό
Και τρόμο για το σκοτωμένο αίμα

Aργύρης Χιόνης

Απουσία



Για πολύ καιρό σκεφτόμουν ότι η απουσία είναι έλλειψη.
Και λυπόμουν, ο άσχετος, για την έλλειψη.
Σήμερα δεν λυπάμαι γι'αυτήν.
Δεν υπάρχει έλλειψη στην απουσία.
Η απουσία είναι μια ύπαρξη μέσα μου.
Και τη νιώθω, άσπρη, τόσο ενωμένη,
αγκαλιασμένη με τα μπράτσα μου,
που γελώ, και χορεύω κι επινοώ
χαρούμενα επιφωνήματα.
Γιατί την απουσία, αυτή την αφομοιωμένη απουσία,
Κανείς δεν την κλέβει πια από μένα.

Carlos Drummond de Andrade


Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος


Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος


Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος


Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος


Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος


Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος



Κι εσύ λευκέ άνθρωπε


Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ


Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός


Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος


Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε


Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος


Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος


Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι...



Και λες εμένα έγχρωμο;


*Το ποίημα αυτό γράφτηκε από ένα παιδάκι που ζει στην Αφρική. Τα Ηνωμένα Έθνη το πρότειναν ως το καλύτερο ποίημα για το 2006.

Τείχη



Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


* Από τα ωραιότερα ποιήματα του Καβάφη και κατά την άποψή μου από τα πιο διδακτικά. Οι άνθρωποι χτίζουμε συχνά τείχη γύρω μας πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί εκείνη τη στιγμή είμαστε απασχολημένοι με πράγματα που έχουν να κάνουν με το προσωπικό μας συμφέρον, με τα πάθη μας όποια κι αν είναι αυτά, με το κυνήγι του εύκολου και γρήγορου κέρδους. Και τα τείχη ολοένα και υψώνονται αλλά εμείς δεν ακούμε τους ήχους της κατασκευής. Κι όταν πια εγκλωβιζόμαστε για τα καλά, πασχίζουμε να τα γκρεμίσουμε. Και είναι πραγματικά κρίμα αν σκεφτεί κανείς το ότι ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, με ελεύθερη βούληση για να καταλήξει τελικά αιχμάλωτος των παθών του.

Η Μουσική των Ουράνιων Σφαιρών



Πολλούς αιώνες πριν η ΝΑΣΑ αποδείξει την ύπαρξη της Μουσικής στο Σύμπαν, ο Πλάτων ονόμαζε την μουσική ως την ομορφιά του Σύμπαντος κι έλεγε ότι η «η Μουσική είναι η κίνηση του ήχου για να φτάσει την ψυχή και να της διδάξει την αρετή», ότι «η μουσική είναι ένας ηθικός κανόνας" ότι "δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στη σκέψη, απογειώνει τη φαντασία, χαρίζει χαρά στη λύπη και ζωή στα πάντα". 
Πιο πριν όμως ο Πυθαγόρας ο Σάμιος φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και μουσικός, είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ευαισθησίας ώστε ν’ ακούει (όχι βέβαια με τα φυσικά αυτιά) τη συμφωνία του ουρανού, τη μουσική των ουράνιων σφαιρών. Η μουσική για τους Πυθαγόρειους ήταν πάνω από όλα μαθηματικά. Η ουσία της ήταν οι αριθμοί και η ομορφιά της η έκφραση των αρμονικών σχέσεων των αριθμών. 
Η μουσική ήταν ακόμα η εικόνα της ουράνιας αρμονίας. Οι αρμονικές σχέσεις των αριθμών μεταφέρονταν στους πλανήτες. Οι πλανήτες καθώς περιστρέφονται – δίδασκε – παράγουν διάφορους μουσικούς ήχους, «αρμονία των σφαιρών», που δεν τους ακούμε.
2.500+ έτη μετά, στο σήμερα, η σύγχρονη επιστήμη έχει απόδειξη μέχρι κεραίας όλα όσα έλεγαν ο Πλάτων και ο Πυθαγόρας για την μουσική των ουράνιων σφαιρών.
Εάν σταθούμε για λίγο στην γεωμετρική και μαθηματική πλευρά του θέματος θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν 5 συμμετρικά πολύεδρα. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι αυτά τα πολύεδρα είναι οι βασικοί δομικοί κρίκοι, τα πλέον σημαντικά δομικά στοιχεία στην δημιουργία του σύμπαντος. 
Ο Κέπλερ που μελέτησε τα έργα των αρχαίων Ελλήνων και ιδιαίτερα του Πλάτωνα παρατήρησε με τις μετέπειτα έρευνές του, ότι οι τροχιές των πλανητών, και φυσικά της Χθονός – Γης, “γράφουν” την περιφέρεια συγκεκριμένων πολυέδρων. Για παράδειγμα η τροχιά του Άρη γράφει την περιφέρεια ενός τετράεδρου (Πυρ). Η τροχιά του Δία γράφει την περιφέρεια ενός κύβου (γη). 
Η τροχιά της Αφροδίτης γράφει την περιφέρεια ενός οκτάεδρου (Αέρας). Η τροχιά της Γης γράφει την περιφέρεια ενός εικοσάεδρου (Νερό). Και τα πράγματα δεν σταματούν εκεί : οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν τα ουράνια σώματα ή ορθά τις τροχιές τους με τις νότες της μουσικής, δηλαδή ΝΤΟ, ΡΕ, ΜΙ, ΦΑ, ΣΟΛ, ΛΑ ΣΙ, ΝΤΟ, δηλαδή με τους νόμους της μουσικής. Κάτι που έχει επαληθευθεί από σύγχρονους επιστήμονες, ότι δηλαδή συγκεκριμένες νότες αποδίδουν συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα – στερεά.


Η μουσική της ουράνιας σφαίρας της Γης






Η μουσική της ουράνιας σφαίρας του Ήλιου






Η μουσική της ουράνιας σφαίρας της Αφροδίτης






Η μουσική της ουράνιας σφαίρας του Δία









''Portrait of Bertolt Brecht''



Κι η τέχνη πρέπει, σ' αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων ν' αποφασίσει. Μπορεί να κάνει

τον εαυτό της όργανο µιας µικρής µερίδας ορισµένων που παίζουν τις θεότητες της µοίρας για

τους πολλούς και που απαιτούν µια πίστη που πρέπει πρώτ' απ όλα να είναι τυφλή, και μπορεί

να σταθεί στο πλευρό των πολλών και να βάλει τη µοίρα τους στα δικά τους χέρια. Μπορεί να

παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις, τις αυταπάτες και τα θαύµατα, και µπορεί να παραδώ-

σει τον κόσµο στον άνθρωπο. Μπορεί να µεγαλώσει την αµάθεια και µπορεί να µεγαλώσει τη

γνώση. Μπορεί να κάνει έκκληση στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους καταστρέφο-

ντας, και στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους Βοηθώντας.


* Απόσπασμα από την εισήγηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ με τίτλο «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια» στο «Συνέδριο για την υπεράσπιση της Κουλτούρας» το1935 στο Παρίσι.

Η σπηλιά του Πλάτωνα



Η πραγματικότητα που βιώνουμε αυτό το διάστημα μου θυμίζει την σπηλιά του Πλάτωνα. Αυτό το μεγαλειώδες αλληγορικό έργο ακτινογραφεί στην εντέλεια την κοινωνία και τον άνθρωπο, τη φύση και τους νόμους. Στους αιώνες που πέρασαν δόθηκαν εκατοντάδες ερμηνείες σχετικά με την παραβολή που αναφέρει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία για την σπηλιά. Στην πραγματικότητα παρουσιάζει τη σχέση των ανθρώπων προς τις βαθμίδες του πραγματικού κόσμου σε συνάρτηση με τον βαθμό γνώσης που κατέχουν. Δεσμώτες είναι οι ακαλλιέργητοι, οι απαίδευτοι, εκείνοι που δεν έχουν κάνει τις προσωπικές τους αναζητήσεις παρά έμειναν με όσα έμαθαν απο το σχολείο. Αλυσοδεμένοι απο την παιδική τους ηλικία βλέπουν μόνο το βάθος της σπηλιάς και τίποτε άλλο.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, εκείνοι που μπορούν να δουν το φως και την έξοδο. Έχουν όμως να επιλέξουν για το αν θα αφυπνίσουν τους συνανθρώπους τους οδηγώντας τους έξω από την σπηλιά ή αν θα χρησιμοποιήσουν την άγνοιά τους για να τους εκμεταλλευτούν και να γίνουν ισχυροί.


"Δες με τη φαντασία σου ανθρώπους που κατοικούν μέσα σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό της ψηλά στην οροφή, προς το φως. Και μέσα στη σπηλιά να είναι άνθρωποι αλυσοδεμένοι στα πόδια και στον αυχένα από την παιδική τους ηλικία, έτσι ώστε να είναι καρφωμένοι στο ίδιο σημείο και να μπορούν να βλέπουν μόνο μπροστά τους και να μην είναι σε θέση, εξαιτίας των δεσμών, να στρέφουν τα κεφάλια τους ολόγυρα. Κι οι ανταύγειες της φωτιάς που καίει πίσω τους να είναι πάνω και μακριά από αυτούς. Και ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, προς τα πάνω, να υπάρχει ένας δρόμος που στο πλάι του να είναι χτισμένο ένα τοιχάκι, όπως τα παραπετάσματα που τοποθετούν οι θαυματοποιοί, και πάνω απ' αυτά επιδεικνύουν τα ταχυδακτυλουργικά τους. 
- Βλέπω, είπε. 
Φαντάσου λοιπόν κοντά σε τούτο το τοιχάκι, ανθρώπους να μεταφέρουν αντικείμενα κάθε είδους, που προεξέχουν από το τοιχάκι, καθώς και ανδριάντες και κάποια άλλα αγάλματα ζώων, πέτρινα και ξύλινα και κατασκευασμένα με κάθε είδους υλικό, και, όπως είναι φυσικό, από αυτούς που τα μεταφέρουν άλλοι μιλούν και άλλοι μένουν σιωπηλοί. 
- Παράδοξη εικόνα περιγράφεις, και παράδοξους δεσμώτες, είπε. 
Μα είναι όμοιοι με μας, και πρώτα και κύρια, νομίζεις πως αυτοί έχουν δει κάτι άλλο από τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους που είναι μαζί, εκτός από τις σκιές που δημιουργεί η φωτιά, και των αντανακλάσεών της στους απέναντι τοίχους ; 
- Μα πως είναι δυνατόν, είπε, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατάνε ακίνητα τα κεφάλια τους εφ' όρου ζωής ; 
Κι από αυτά που μεταφέρονται ; Δεν θα έχουν δει ακριβώς το ίδιο; 
Τι άλλο; 
Κι αν θα μπορούσαν να συνομιλούν μεταξύ τους, δεν νομίζεις πως σ' αυτά που βλέπουν θεωρούν πως αναφέρονται οι ονομασίες που δίνουν; 
Αναγκαστικά. 
Τι θα συνέβαινε, αν το δεσμωτήριο τους έστελνε αντίλαλο από τον απέναντι τοίχο, κάθε φορά που κάποιος από τους περαστικούς μιλούσε, νομίζεις πως θα θεωρούσαν πως αυτός που μιλάει είναι τίποτε άλλο από τη φευγαλέα σκιά; 
- Μα το Δία, όχι βέβαια, είπε. 
Και σε κάθε περίπτωση, αυτοί δεν θα θεωρούν τίποτα άλλο σαν αληθινό, παρά τις σκιές των αντικειμένων. 
- Απόλυτα σίγουρο, είπε. 
Σκέψου όμως, είπα εγώ, ποια θα μπορούσε να είναι η λύτρωσή τους και η θεραπεία τους και από τα δεσμά κι από την αφροσύνη, αν τους συνέβαιναν τα εξής : Αν κάθε φορά, δηλαδή, που θα λυνόταν κάποιος και θ' αναγκαζόταν ξαφνικά να σταθεί και να βαδίσει και να γυρίσει τον αυχένα του και να δει προς το φως, κι όλ' αυτά θα τα έκανε με μεγάλους πόνους και μέσα από τα λαμπυρίσματα δεν θα μπορούσε να διακρίνει εκείνα, που μέχρι τότε έβλεπε τις σκιές τους, τι νομίζεις πως θ' απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε πως τότε έβλεπε φλυαρίες, ενώ τώρα είναι κάπως πιο κοντά και πως έχει στραφεί προς όντα πραγματικά και βλέπει με σωστότερο τρόπο, και αν του έδειχνε το καθένα από αυτά που περνούσαν, ρωτώντας τον τι είναι και αναγκάζοντάς τον ν' αποκριθεί, δεν νομίζεις πως αυτός θ' απορούσε και θα νόμιζε πως αυτά που έβλεπε τότε ήταν πιο αληθινά από τα τωρινά που του δείχνουν; 
- Και πολύ μάλιστα, είπε. 
Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε να βλέπει προς το ίδιο το φως, δεν θα πονούσαν τα μάτια του και δεν θα έφευγε για να ξαναγυρίσει σ' εκείνα που μπορεί να δει καλά, και δεν θα νόμιζε πως εκείνα στην πραγματικότητα είναι πιο ευκρινή από αυτά που του δείχνουν; 
- Έτσι, είπε. 
Και αν, τον τραβούσε κανείς με τη βία από εκεί, μέσα από ένα δρόμο κακοτράχαλο κι ανηφορικό, έξω στο φως του ήλιου, δεν θα υπέφερε τάχα και δεν θα αγανακτούσε όταν τον έπαιρναν, κι αφού θα έφτανε στο φως, δεν θα πλημμύριζαν τα μάτια του από τη λάμψη και δεν θα του ήταν αδύνατο να δει ακόμα κι ένα απ' αυτά που τώρα ονομάζονται αληθινά; 
- Όχι βέβαια, δεν θα μπορούσε έτσι ξαφνικά, είπε. 
Έχω την εντύπωση πως θα χρειαζόταν να συνηθίσει, αν σκοπεύει να δει τα πράγματα που είναι πάνω. Και στην αρχή θα μπορούσε πολύ εύκολα να διακρίνει καλά τις σκιές, και μετά απ' αυτό, πάνω στην επιφάνεια του νερού τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων, και κατόπιν αυτά τα ίδια. Και μετά από αυτά, τ' αντικείμενα που είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να δει ευκολότερα τη νύχτα, βλέποντας το φως των άστρων και της σελήνης, παρά στη διάρκεια της μέρας, τον ήλιο και το ηλιόφως. 
- Πως όχι; 
Τελευταίο θα μπορούσε νομίζω να δει τον ήλιο, όχι στην επιφάνεια του νερού ούτε σε κάποια διαφορετική θέση τα είδωλά του, αλλά θα μπορούσε να δει καλά τον ήλιο καθαυτό στο δικό του τόπο και να παρατηρήσει προσεκτικά τι είδους είναι. 
- Κατ' ανάγκη, είπε. 
Και μετά θα συλλογιζόταν τότε για κείνον, πως αυτός είναι που ρυθμίζει τις εποχές και τους χρόνους και που κανονίζει τα πάντα στον ορατό κόσμο, καθώς και ο αίτιος, κατά κάποιο τρόπο, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί. 
- Είναι φανερό, είπε, πως αυτά θα συμπεράνει ύστερα από τα προηγούμενα. 
Τι λες λοιπόν; Όταν αναλογίζεται την πρώτη του κατοικία και την εκεί σοφία που είχε αυτός και οι τότε συνδεσμώτες του, δεν νομίζεις πως θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για τούτη την αλλαγή και θα οικτίρει τους άλλους; 
- Και πολύ μάλιστα. 
Κι αν υπήρχαν μεταξύ τους τότε κάποιες τιμές και έπαινοι και βραβεία γι' αυτόν που θα μπορούσε να διακρίνει πιο καθαρά αυτά που περνούσαν μπροστά από τα μάτια του και γι' αυτόν που θα μπορούσε να θυμηθεί περισσότερο ποια συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια μετά και ποια ταυτόχρονα, και έτσι θα μπορεί να προβλέπει τι θα έρθει στο μέλλον, νομίζεις πως αυτός θα κατεχόταν από σφοδρή επιθυμία και θα ζήλευε τους τιμημένους από κείνους και τους μεταξύ εκείνων κυρίαρχους ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και πολύ θα επιθυμούσε "να ήταν ζωντανός στη γη κι ας δούλευε για άλλον, που είναι ο φτωχότερος" και θα προτιμούσε να έχει πάθει τα πάντα, παρά να νομίζει εκείνα που νόμιζε και να ζει έτσι εκεί; 
- Έτσι νομίζω τουλάχιστον, είπε, πως θα προτιμούσε να πάθει οτιδήποτε παρά να ζει έτσι. 
Και τώρα βάλε στο μυαλό σου το εξής, είπα εγώ. Αν κατέβει αυτός πάλι και καθίσει στον ίδιο θρόνο, δεν θα ξαναγεμίσουν τάχα τα μάτια του σκοτάδι, αφού ήρθε ξαφνικά από τον ήλιο; 
- Και πολύ μάλιστα, είπε. 
Αν χρειαζόταν ν' ανταγωνιστεί με κείνους τους παντοτινούς δεσμώτες, λέγοντας την άποψή του σχετικά με τις σκιές, καθόσον χρόνο η όρασή του είναι αμβλεία, πριν προσαρμοστούν τα μάτια του, και για να συνηθίσουν δεν θα χρειαζόταν και τόσο μικρός χρόνος, άραγε δεν θα προκαλούσε περιπαιχτικά γέλια και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν πως με το ν' ανεβεί επάνω, γύρισε με καταστραμμένα τα μάτια του και πως δεν αξίζει ούτε να προσπαθήσουν καν να πάνε επάνω; Και αυτόν που θα επιχειρήσει να τους λύσει και να τους ανεβάσει, αν τους δινόταν κάπως η ευκαιρία να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;"

Πλάτωνας (Πολιτεία, Βιβλίο Έβδομο)

ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ



Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη.
Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα σαν έκσταση.
Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα. Ένα πλήθος κρεμάστηκε από την σπάνια κλωστή που έκλωθε εκείνη την ώρα η ψυχή μου κι αυτή άντεχε δεν έσπαζε.
Όλα ήταν μια ευτυχία πόσο σας αγαπώ φώναξα θα πεθάνω για σας.
Αγαπούσα την κάθε μια μορφή χωριστά και μαζί όλες η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που το σκόρπιζε ο αέρας το χώριζε σε χίλια κομμάτια κι ύστερα πάλι τα ένωνε η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφό που σκέπαζε όλο τον ουρανό και μεγάλο σας αγαπώ.
Ξαφνικά κατάλαβα πως εγώ τους αγαπούσα κι εκείνοι με κοίταζαν μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Στεκόμουν μ’ ανοιχτά χέρια κι εκείνοι μάκραιναν και τους είπα θα ’ρθω μαζί σας. Με κοίταζαν με άδειο χαμόγελο και προχωρούσαν κι εγώ στεκόμουν κι έβλεπα να με προσπερνάν και να μακραίνουν. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα ήμουν σαν φυτό που πάλευε να ξεκολλήσει τις ρίζες του από το χώμα κι ήθελα να τους πάρω από πίσω. Στεκόμουν κι εκείνοι φεύγαν δεν έλεγαν έλα χαμογελούσαν.
Έμεινα από τότε μονάχος κι έπαψα να κλαίω η αγάπη στέρεψε κι έπαψε να τρέχει...

Γ. Χειμωνάς

Τάδε έφη Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα...




"Σήμερα δεν σας μιλώ σα συγγραφέας ή ποιητής ή έστω σαν ένας απλός σπουδαστής του πλούσιου πανοράματος της ζωής του ανθρώπου, αλλά σαν ένας φλογερός γεμάτος πάθος οπαδός του θεάτρου της κοινωνικής ενέργειας. Το θέατρο είναι ένα από τα περισσότερο εκφραστικά και ωφέλιμα όργανα για να οικοδομηθεί ένας έθνος. Είναι το βαρόμετρο του μεγαλείου του ή της παρακμής του. 
Ένα ξύπνιο θέατρο, καλά προσανατολισμένο σ' όλους τους τομείς, από την τραγωδία ως το κωμειδύλλιο, μπορεί να μεταβάλει την ευαισθησία ενός λαού μέσα σε λίγα χρόνια. Ένα διασπώμενο θέατρο με αδύνατα πέλματα αντί για φτερά, μπορεί να φτηνύνει και να αποκοιμίσει ένα ολόκληρο έθνος. Το θέατρο είναι το σχολείο των δακρύων και του γέλιου, είναι το ελεύθερο βήμα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να απολυτρωθούν από μία τετριμμένη και διφορούμενη ηθική, όπου μέσα από ζώντα παραδείγματα, μπορούν να εξηγήσουν τους αιώνιους νόμους της καρδιάς και του νου του ανθρώπου. Η τέχνη είναι λοιπόν το κατόρθωμα της ελευθερίας του ανθρώπου. 
Χωρίς αυτή, το φαινόμενο της ζωής θα ήταν μια νεκρή κίνηση. Χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε το πανόραμα των αιώνιων νόμων της καρδιάς και του νου, η μοναδική λύτρωση, η μοναδική αθανασία των θνητών".

* Απόσπασμα από την ομιλία του Λόρκα στους ηθοποιούς και τεχνικούς του Teatro Espanol λίγο πριν την πρεμιέρα του έργου του, το οποίο βρίσκεται στο πρόγραμμα της παράστασης «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα».

“...Tο φάντασμα του άξεστου ανθρώπου”




Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι.

Μεσάνυχτα όλη μέρα.

Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα.

«Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας,

ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο.

Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο».

Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι.

Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες.

Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις.

Εδώ και χρόνια πια το ξέρω.

Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας;

Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα.

Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε.

Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε.

Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς.

Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε.

Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο,

αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό.

Και δεν φταίει αυτός.

Του το έπαιξες καλά.

Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει.

Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη.

Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο:

για να το απαξιώσεις σύντομα.

Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος.

Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο.

Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις

με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη.

Με απώλειες μηδαμινές.

Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης:

αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα

θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος.

Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου.

Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου.

Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.

«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα;

Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός

πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;»,

ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη.

-«Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω.

«Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση.

Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι.

Πένθος αμετάκλητο μετά».

Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν.

Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι – στο δρόμο απορούσε:

«Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα;

Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ.

Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω.

Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα.

Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα.

Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».

Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν.

Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου,

πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις.

Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο.

Που πάντα πάει, άμα θες.

Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης,

θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι.

Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία, το άξεστο πλάσμα.

Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου.

Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου.

«Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα,

που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε.

Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση.

Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι».

Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου,

θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ

με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι,

θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός,

να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.

Μαλβίνα Κάραλη

ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ




Δυο ειν' οι Παράδεισοι
που λέει κι η παράδοση

Ειν' ένας μες στους ουρανούς
που μήτε τον χωρά ο νους

Κι όπου αδερφέ μου για να πας
θα 'ν' απο δίπλα του παπάς

Είν' ένας άλλος εδωνά
κι ας μη τον βλέπεις πουθενά

Όρη θάλασσες και βράχοι
μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει

Έχει βιόλες έχει κρίνα
Σεραφείμ με μαντολίνα

Έχει γλύκες έχει τρέλες
του διαόλου τις κόπελες

Μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει
να βουτάς κι ό,τι σου λάχει.

Οδυσσέας Ελύτης

Αν...




Αν μπορείς στην πλάση τούτη να περιφρονείς τα πλούτη
κι αν οι έπαινοι των γύρω δεν σου παίρνουν το μυαλό,
αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία,
κι αν μπορείς και στους εχθρούς σου να σκορπίσεις το καλό,
αν μπορείς με μιας να παίξεις κάθε τι που ’χεις κερδίσει,
στην καταστροφή ν’ αντέξεις και να δώσεις κάποια λύση,
αν μπορείς να υποτάξεις πνεύμα, σώμα και καρδιά
αν μπορείς όταν σε βρίζουν να μην βγάζεις τσιμουδιά,
αν μπορείς στην καταιγίδα να μη χάνεις την ελπίδα,
κι αν μπορείς να συγχωρήσεις όταν σ’ έχουν αδικήσει,
αν μπορέσεις τ' όνειρό σου να μη γίνει ο όλεθρός σου,
κι αν μπορέσεις ν’ αγαπήσεις όσους σ’ έχουνε μισήσει,
αν μπορείς να είσαι ο ίδιος στην χαρά και στην οδύνη,
αν η πίστη στην ψυχή σου μπρος σε τίποτα δεν σβήνει,
αν μιλώντας με τα πλήθη τη συνείδηση δεν χάνεις,
αν μπορέσεις να χωνέψεις πως μια μέρα θα πεθάνεις,
αν ποτέ δεν σε μεθύσει του θριάμβου το κρασί,
αν στα ψέματα των άλλων δεν λες ψέματα κι εσύ,
αν μπορείς να μη θυμώνεις, αλλά μήτε και να κλαις
όταν άδικα σου λένε πως εσύ μονάχα φταις.
Αν μπορείς με ηρεμία δίχως νεύρα ή δυσφορία
και τα ίδια σου τα λόγια να τ’ ακούς παραλλαγμένα,
αν μπορείς κάθε λεπτό σου να ’ναι μια δημιουργία
και ποτέ σου να μην μένεις με τα χέρια σταυρωμένα.
Αν οι φίλοι σου κι οι εχθροί σου δεν μπορούν να σε πληγώσουν
αν οι σχέσεις με μεγάλους τα μυαλά δεν σου σηκώνουν
αν τους πάντες λογαριάζεις μα… κανένα χωριστά,
αν μπορέσεις να φυλάξεις και τα ξένα μυστικά…
Έ! Παιδί μου τότε…
Θα μπορέσεις ν’ απολαύσεις όπως πρέπει τη ζωή σου…
Θα ’σαι άνθρωπος σπουδαίος κι όλη η γη θα ’ναι δική σου!

Ράντγιαρντ Κίπλινγκ


Αυτή την ιστοριούλα την αγαπώ πολύ γιατί μου θυμίζει τα εφηβικά μου χρόνια. Μου την έλεγε ο πατέρας μου για να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα στα ιδιωτικά σχολεία και μετέπειτα στα κολέγια που σπούδαζα. Εις μάτην όμως γιατί τα μυαλουδάκια μου πήραν αέρα (και μάλιστα πολύ) αλλά ευτυχώς στην σωστή ηλικία και τότε που έπρεπε. Τώρα την καταλαβαίνω και την εκτιμώ πολύ περισσότερο. Τότε από το ένα αυτί έμπαινε κι από το άλλο έβγαινε...

Κάποιος βαθύπλουτος κάλεσε μιά μέρα έναν σούφι στο μεγαλοπρεπές σπίτι του.
Γεμάτος περηφάνεια τον ξενάγησε σε όλα τα δωμάτια , επιδεικνύοντας πολύτιμα χαλιά, κοσμήματα και έργα εκπληκτικής τέχνης .
«Τι σου έκανε περισσότερο εντύπωση ; » , τον ρώτησε στο τέλος.
«Το ότι η Γη είναι ικανή να αντέχει το βάρος ενός τόσο μεγάλου και φορτωμένου σπιτιού», απάντησε ο σούφι.

Σουφική σοφία ( Βιβλίο: Στο δρόμο της σοφίας των σούφι)





-Τι ώρα είναι τώρα;
-Η ώρα ήταν χτές όταν ήρθες.

Γιάννης Κοντός


Η Ουλή







Η πληγή θρέφει, τα χείλη της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει.
Ολοι αγαπούν τα τραυματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποιά μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους.
Γι' αυτό τ' αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους.

του Ε.Χ. Γονατά (από τη συλλογή Στιγμές)






Αυτή είναι η ομιλία που έδωσε ο Στιβ Τζομπς στους αποφοίτους του Πανεπιστημίου του Στανφορντ πριν απο περίπου επτά χρόνια. Όντας ο ίδιος ένα φωτισμένο μυαλό δεν το έβαλε κάτω παρά τις όποιες αντιξοότητες και σε πείσμα όλων των τούβλων που του έπεσαν στο κεφάλι (και που όπως υποστήριξε ο ίδιος ήταν τόσο χρήσιμα για την μετέπειτα πορεία του) διατήρησε την πείνα του μέχρι το τέλος.


"ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, αυτό είναι το πλησιέστερο που έχω φτάσει ποτέ σε τελετή αποφοίτησης. Είναι τιμή μου που είμαι μαζί σας σήμερα στην αποφοίτησή σας από ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Σήμερα, θέλω να σας πω τρεις ιστορίες από τη ζωή μου. Αυτό, όλο κι όλο. Τίποτα σπουδαίο. Απλώς τρεις ιστορίες.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΠΩΣ ΕΝΩΝΕΙΣ ΣΗΜΕΙΑ. Εγώ εγκατέλειψα τις σπουδές μου στο Κολέγιο Reed τους πρώτους 6 μήνες, αλλά παρέμεινα εκεί ως drop-in (σ.σ.: που είναι ο φοιτητής ο οποίος αντί για 4 χρόνια, επιλέγει να σπουδάσει μόνο για 2 χρόνια στο πανεπιστήμιο) για άλλους 18 μήνες, οπότε και τα παράτησα οριστικά. Γιατί το έκανα αυτό, λοιπόν;
ΟΛΑ ΑΡΧΙΣΑΝ ΠΡΟΤΟΥ ΚΑΝ ΓΕΝΝΗΘΩ. Η βιολογική μου μητέρα ήταν πολύ νέα, ανύπαντρη φοιτήτρια, και αποφάσισε να με δώσει για υιοθεσία. Πίστευε πολύ βαθιά ότι θα έπρεπε να υιοθετηθώ από απόφοιτους πανεπιστημίου, από μορφωμένους ανθρώπους δηλαδή, και έτσι όλα είχαν κανονιστεί ώστε μόλις γεννιόμουν να με υιοθετούσαν ένας δικηγόρος και η γυναίκα του. Μόνο που, μόλις βγήκα από τη κοιλιά της μητέρας μου, οι δύο αυτοί άνθρωποι αποφάσισαν την τελευταία στιγμή ότι ήθελαν κορίτσι. Έτσι, λοιπόν, οι σημερινοί μου γονείς, οι οποίοι ήσαν σε λίστα αναμονής τότε, έλαβαν ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας και άκουσαν κάποιον να τους λέει: «Έχουμε, αναπάντεχα, ένα νεογέννητο αγόρι. Το θέλετε;». Και είπαν: «Βεβαίως».
Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΟΥ ΜΗΤΕΡΑ ανακάλυψε αργότερα ότι η θετή μου μητέρα ποτέ δεν είχε αποφοιτήσει από κανένα πανεπιστήμιο, και ότι ο θετός μου πατέρας δεν είχε αποφοιτήσει καν από γυμνάσιο. Έτσι, αρνήθηκε να υπογράψει τα έγγραφα στα οποία χρειαζόταν η συμφωνία της ώστε να οριστικοποιηθεί η υιοθεσία μου. Υποχώρησε, όμως, λίγους μήνες αργότερα, όταν οι θετοί μου γονείς υποσχέθηκαν ότι κάποια μέρα θα με έστελναν σε πανεπιστήμιο. Να μορφωθώ.
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, 17 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, ΠΗΓΑ ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Αλλά πολύ αφελώς, επέλεξα ένα πανεπιστήμιο το οποίο ήταν σχεδόν όσο ακριβό είναι και το Στάνφορντ, και έτσι όλες οι οικονομίες των σκληρά εργαζομένων γονιών μου ξοδεύονταν για τα δίδακτρά μου. Έπειτα από 6 μήνες, όμως, δεν είχα ειλικρινή απάντηση στο ερώτημα εάν άξιζε τον κόπο οι γονείς μου να ξοδεύουν τόσα χρήματα για να σπουδάζω εγώ. Δεν έβλεπα να είχε αξία αυτή η επένδυσή τους.
ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΙΔΕΑ ΤΙ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ. Και δεν είχα ιδέα εάν η πανεπιστημιακή ζωή θα με βοηθούσε να βρω την απάντηση. Κι όμως, ήμουν εκεί, και σπούδαζα, ξοδεύοντας όλα τα χρήματα που οι γονείς μου είχαν εξοικονομήσει ολόκληρη ζωή. Έτσι, λοιπόν, πήρα μια μέρα την απόφαση να εγκαταλείψω τις σπουδές, πιστεύοντας ειλικρινά ότι όλα θα τακτοποιηθούν και ότι θα βρω τελικά το δρόμο μου. Ήταν σχεδόν τρομακτικό, τότε, αυτό που έκανα, αλλά καθώς κοιτάζω πίσω τώρα, νομίζω πως ήταν μία από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρα ποτέ. Τη στιγμή που εγκατέλειψα το κανονικό πρόγραμμα σπουδών, σταμάτησα να παρακολουθώ τα υποχρεωτικά μαθήματα που δεν με ενδιέφεραν και άρχισα να πηγαίνω σ’ εκείνα που μου φαίνονταν πιο ενδιαφέροντα. Κατ’ επιλογήν.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΩΡΑΙΑ, ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ ΤΟΤΕ. Δεν είχα δικό μου δωμάτιο στη φοιτητική εστία, κοιμόμουν στο πάτωμα των δωματίων μερικών φίλων μου, πήγαινα σε σουπερμάρκετ και τους επέστρεφα γυάλινες μπουκάλες Κόκα Κόλα και έπαιρνα 5 σεντς τη μία και αγόραζα κάτι να φάω, και περπατούσα 7 μίλια από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη κάθε Κυριακή βράδυ για να πάρω δωρεάν ένα πιάτο καλό φαγητό που μοίραζαν σε κάποιο ναό των Χάρε Κρίσνα. Κι όμως, τα λάτρευα όλ’ αυτά.
ΚΑΙ ΟΣΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΥΧΑΙΑ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ ΜΟΥ, ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΑΝ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΑ. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Το Κολέγιο Reed, εκείνον τον καιρό, διέθετε την πιο καλή σχολή καλλιγραφίας σε όλη τη χώρα. Σε όλη τη πανεπιστημιούπολη, κάθε αφίσα, κάθε ταμπέλα σε κάθε ντουλάπα ή συρτάρι καθηγητή, λέκτορα ή φοιτητή ήταν γραμμένη στο χέρι με την πιο όμορφη καλλιγραφία. Εγώ, επειδή είχα παραιτηθεί από το κανονικό πρόγραμμα σπουδών και έτσι δεν ήμουν αναγκασμένος να παρακολουθώ τα υποχρεωτικά μαθήματα, αποφάσισα να πάρω το μάθημα της καλλιγραφίας και να μάθω και εγώ να γράφω έτσι ωραία.
ΕΜΑΘΑ, ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡΕΣ serif και san serif, έμαθα να τροποποιώ το διάστημα μεταξύ διαφόρων συνδυασμών γραμμάτων και έμαθα τι είναι εκείνο που κάνει τη σπουδαία τυπογραφία πραγματικά σπουδαία. Ηταν υπέροχο, ήταν ιστορικό, ήταν καλλιτεχνικά διακριτικό με τρόπο που καμιά επιστήμη δεν μπορεί να συλλάβει, και εγώ το έβρισκα τόσο, μα τόσο συναρπαστικό.
ΤΙΠΟΤΑ ΑΠ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΒΕΒΑΙΑ ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ. Αλλά δέκα χρόνια αργότερα, όταν σχεδιάζαμε τον πρώτο υπολογιστή Macintosh, όλα όσα έμαθα στο μάθημα της καλλιγραφίας μού ξανάρθαν πάλι. Και τα ενσωματώσαμε όλα στο Mac. Ηταν το πρώτο κομπιούτερ με πραγματικά υπέροχη τυπογραφία. Έτσι, εάν δεν είχα παρατήσει εκείνον τον κύκλο υποχρεωτικών μαθημάτων στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου, το Mac δεν θα είχε ποτέ ούτε τις πολλαπλές γραμματοσειρές ούτε και τα fonts με αναλογικά διαστήματα.
ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ WINDOWS ΑΠΛΩΣ ΑΝΤΕΓΡΑΨΑΝ ΤΑ MAC, είναι πολύ πιθανό, σήμερα που σας μιλάω, κανένα PC να μην είχε αυτές τις εφαρμογές. Εάν δεν είχα παρατήσει τότε τα υποχρεωτικά μαθήματα, δεν θα πήγαινα ποτέ σ’ αυτές τις τάξεις καλλιγραφίας και οι προσωπικοί υπολογιστές μπορεί να μην είχαν την υπέροχη τυπογραφία που έχουν σήμερα.
ΒΕΒΑΙΩΣ, ΗΤΑΝ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΔΩ ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΟΤΑΝ ΣΠΟΥΔΑΖΑ τότε στο πανεπιστήμιο και να συνδέσω τα σημεία. Αλλά δέκα χρόνια μετά, κοιτώντας πίσω, ήταν πλέον πολύ σαφές. Πάλι, δεν μπορείς να συνδέσεις τα σημεία κοιτώντας εμπρός. Μπορείς να το κάνεις μόνο εάν κοιτάξεις πίσω εκ των υστέρων. Έτσι, πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη ότι τα σημεία αυτά (ή, τα σημάδια, αν θέλετε), με κάποιον τρόπο, στο μέλλον θα ενωθούν. Πρέπει σε κάτι να έχεις πίστη. Στη διαίσθησή σου, στη μοίρα σου, στη ζωή, στο κάρμα, σε οτιδήποτε. Αυτή η προσέγγιση δεν με πρόδωσε ποτέ, και έχει κάνει όλη τη διαφορά στη ζωή μου.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ. Ήμουν τυχερός - πολύ νωρίς ανακάλυψα τι ήθελα να κάνω στη ζωή. Ο Woz κι εγώ ξεκινήσαμε την Apple στο γκαράζ του σπιτιού των δικών μου, όταν εγώ ήμουν 20 χρόνων. Δουλέψαμε σκληρά και σε 10 χρόνια η Apple είχε αναπτυχθεί από μια δουλειά που την κάνανε δύο άνθρωποι μέσα σε ένα γκαράζ σπιτιού σε μια εταιρεία αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων με περισσότερους από 4.000 υπαλλήλους.
ΕΙΧΑΜΕ ΜΟΛΙΣ ΒΓΑΛΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ την καλύτερή μας δημιουργία -το Macintosh- έναν χρόνο νωρίτερα, κι εγώ μόλις είχα γίνει 30 ετών. Και τότε, με απέλυσαν. Πώς μπορείς να απολυθείς από μία εταιρεία που ξεκίνησες και έστησες εσύ; Ε, καθώς η Apple μεγάλωνε, προσλάβαμε κάποιον που εγώ νόμιζα ότι ήταν ταλαντούχος για να διοικεί την εταιρεία μαζί μου. Και για τον πρώτο σχεδόν χρόνο, τα πράγματα πήγαιναν καλά. Αλλά τότε, τα οράματα και τα σχέδιά μας για το μέλλον άρχισαν να αποκλίνουν, και τελικά είχαμε μία «έκρηξη», έναν μεγάλο καβγά μεταξύ μας. Όταν συνέβη αυτό, το διοικητικό συμβούλιο τάχθηκε με το μέρος αυτού του ανθρώπου που εμείς είχαμε προσλάβει για να μας ξαλαφρώσει στη διοίκηση της εταιρείας.
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ, ΣΤΑ 30 ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ, ΜΕ ΠΕΤΑΞΑΝ ΕΞΩ. Και μάλιστα με τον πιο «δημόσιο», πιο ταπεινωτικό τρόπο. Ο,τι ήταν έως τότε το επίκεντρο της ενήλικης ζωής μου, γκρεμίστηκε. Και αυτό για μένα ήταν ολέθριο, καταστροφικό.
ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ. Πίστευα πως είχα απογοητεύσει φοβερά όλη την προηγούμενη γενιά των επιχειρηματιών - ότι μου έπεσε η σκυτάλη τη στιγμή που μου την έδιναν για να συνεχίσω.
ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑ με τον David Packard και τον Bob Noyce και προσπάθησα να απολογηθώ και να τους εξηγήσω γιατί τα είχα κάνει τόσο σκατά. Σκέφτηκα ακόμα να φύγω εντελώς από την Σίλικον Βάλεϊ και να εξαφανιστώ από προσώπου γης.


ΑΛΛΑ ΚΑΤΙ ΑΡΧΙΣΕ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΝΑ ΡΙΧΝΕΙ ΛΙΓΟ ΦΩΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ. Αυτό το «κάτι» ήταν ότι αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα. Όσα είχαν συμβεί στην Apple, δεν είχαν καν αγγίξει, για μένα, αυτό το «κάτι». Είχα γευτεί την απόρριψη, αλλά ήμουν ακόμα ερωτευμένος.
ΚΑΙ ΕΤΣΙ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΩ ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ. Δεν το έβλεπα τότε, αλλά αποδείχτηκε ότι η απόλυσή μου από την Apple ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου είχε συμβεί. Το βάρος του να είσαι επιτυχημένος αντικαταστάθηκε από την ελαφράδα του να μπορείς και πάλι να είσαι πρωτάρης και να έχεις για όλα λιγότερη σιγουριά. Η απόλυσή μου με απελευθέρωσε και με βοήθησε να περάσω σε μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής μου.
ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ, ίδρυσα μια νέα εταιρεία, την NeXT, και ακόμα μία, την Pixar, και ερωτεύτηκα μια καταπληκτική γυναίκα που έμελλε να γίνει και σύζυγός μου. Η Pixar παρήγαγε την πρώτη στον κόσμο ταινία κινουμένων σχεδίων «φτιαγμένων» εξ ολοκλήρου στο κομπιούτερ, το «Toy Story», και είναι σήμερα το πιο επιτυχημένο στούντιο για παραγωγή τέτοιων ταινιών στον κόσμο.
ΕΠΙΣΗΣ, ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, η Apple εξαγόρασε την NeXT, εγώ επέστρεψα στην Apple και η τεχνολογία που αναπτύξαμε στην NeXT είναι σήμερα στην καρδιά της αναγέννησης της Apple. Και, μαζί με όλα αυτά, η Lauren και εγώ έχουμε μαζί μια θαυμάσια οικογένεια.
ΕΙΜΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΑΠΟΛΥΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ APPLE. Ηταν ένα φάρμακο με απαίσια γεύση, αλλά νομίζω πως τελικά ο ασθενής το χρειαζότανε. Μερικές φορές η ζωή σε χτυπάει στο κεφάλι με ένα τούβλο. Μη χάνετε την πίστη σας. Είμαι πεπεισμένος ότι το μόνο πράγμα που με κράτησε όρθιο ήταν ότι αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα.
ΠΡΕΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΤΕ ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ. Και αυτό αφορά και τη δουλειά που θα κάνετε, και τον σύντροφο που θα επιλέξετε στη ζωή σας. Η εργασία θα γεμίσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής σας, και ο μόνος τρόπος για να είστε πραγματικά ικανοποιημένοι είναι να κάνετε αυτό που εσείς πιστεύετε ότι είναι μια σπουδαία δουλειά. Και ο μόνος τρόπος για να κάνει κάποιος μια σπουδαία δουλειά είναι να την αγαπήσει. Εάν δεν την έχετε ανακαλύψει ακόμα, μην απογοητευθείτε. Συνεχίστε να ψάχνετε. Μην επαναπαυτείτε. Μην συμβιβαστείτε.
ΟΠΩΣ ΟΛΑ ΤΑ «ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ», όταν το ανακαλύψετε, θα το αισθανθείτε, θα καταλάβετε ότι «αυτό είναι». Και θα δείτε τότε ότι, όπως κάθε σπουδαία σχέση, έτσι και αυτή, όσο θα περνούν τα χρόνια, θα γίνεται όλο και καλύτερη. Έτσι λοιπόν, συνεχίστε να ψάχνετε έως ότου βρείτε αυτό το «κάτι» που θα ξέρετε ότι είναι το «δικό σας». Μην επαναπαυτείτε.
Η ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ. Όταν ήμουν 17 ετών, διάβασα μια ρήση που έλεγε: «Εάν ζήσεις κάθε μέρα ωσάν να ήταν η τελευταία σου, κάποια μέρα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δικαιωθείς». Μου έκανε εντύπωση αυτή η ρήση, και έκτοτε, για τα τελευταία 33 χρόνια, κάθε πρωί κοιτάζομαι στον καθρέφτη και ρωτώ τον εαυτό μου: «Εάν η σημερινή μέρα ήταν η τελευταία της ζωής σου, θα ήθελα να κάνω αυτό που ετοιμάζομαι να κάνω σήμερα;». Και όποτε η απάντηση ήταν «όχι» για σειρά ημερών, ήξερα αμέσως ότι κάτι έπρεπε να αλλάξω.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ότι «σύντομα θα πεθάνεις», βρήκα το πιο χρήσιμο εργαλείο ώστε να παίρνω τις σημαντικότερες αποφάσεις στη ζωή μου. Διότι σχεδόν όλα τα πράγματα -όλες οι εξωτερικές προσδοκίες, όλες οι υπερηφάνειες, όλοι οι φόβοι και οι όλες οι ντροπές για πιθανή αποτυχία- όλα αυτά απλώς γκρεμίζονται, εξαφανίζονται όταν βλέπεις μπροστά σου το θάνατο και μένουν μόνο εκείνα που είναι στ’ αλήθεια σημαντικά.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ότι μια μέρα θα πεθάνεις, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις την παγίδα του να σκέφτεσαι συνεχώς αυτά που θα χάσεις εάν πάρεις την «άλφα» ή «βήτα» απόφαση.Θυμήσου ότι είσαι ήδη γυμνός. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, λοιπόν, να μην ακολουθήσεις αυτό που σου ζητάει η καρδιά σου.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΟΥ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ, μου ανακοίνωσαν οι γιατροί ότι έχω καρκίνο. Έκανα MRI (μαγνητική τομογραφία) στις 7.30 το πρωί και έδειξε ξεκάθαρα ότι είχα καρκίνο στο πάγκρεας. Τότε δεν ήξερα καν τι είναι το πάγκρεας. Οι γιατροί μου είπαν ότι ο καρκίνος που είχα εγώ εκεί ήταν σχεδόν αθεράπευτος και ότι θα έπρεπε να αρχίσω να συνηθίζω στην ιδέα ότι δεν μου έμενε περισσότερη ζωή από τριών έως εννέα μηνών. Ο προσωπικός μου γιατρός με συμβούλευσε να επιστρέψω στο σπίτι και να αρχίσω αμέσως να τακτοποιώ τις «προσωπικές» μου υποθέσεις, μία φράση που χρησιμοποιούν ως κλισέ οι γιατροί αντί να σου πουν «προετοιμάσου να πεθάνεις».
Η «ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ» είναι να προσπαθήσεις να πεις, σε ελάχιστους μήνες, στα παιδιά σου όσα νόμιζες ότι είχες άλλα τουλάχιστον δέκα χρόνια για να τους τα πεις. Είναι, επίσης, να μην αφήσεις πίσω σου, πεθαίνοντας, εκκρεμότητες που θα ταλαιπωρήσουν τους δικούς σου ανθρώπους που θα μείνουν πίσω. Σημαίνει, τέλος, αυτό το «τακτοποίηση προσωπικών υποθέσεων», να βρεις τον κατάλληλο χρόνο και τρόπο για να αποχαιρετίσεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
ΖΟΥΣΑ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ. Το ίδιο βράδυ που ανακοίνωσαν οι γιατροί ότι είχα καρκίνο, μου έκαναν και βιοψία ενδοσκοπικά, μέσω του λαιμού μου, στο στομάχι και από εκεί στα έντερα, πέρασαν μία βελόνα στο πάγκρεας και πήραν μερικά κύτταρα από τον καρκίνο. Εγώ ήμουν σε καταστολή, αλλά η γυναίκα μου, που ήταν παρούσα, μου είπε ότι όταν είδαν οι γιατροί τα κύτταρα κάτω από ένα μικροσκόπιο, άρχισαν να κλαίνε, διότιαποδείχτηκε ότι είχα μια πολύ σπάνια μορφή καρκίνου του παγκρέατος που είναι θεραπεύσιμη με εγχείρηση. Σχεδόν όλες οι άλλες μορφές τέτοιου καρκίνου είναι καταδικασμένες. Έτσι, λοιπόν, με βάλανε στο χειρουργείο, και σήμερα είμαι μια χαρά.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΟΝΤΙΝΟΤΕΡΟ ΠΟΥ ΕΧΩ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ. Και ελπίζω να είναι το κοντινότερο που θα φτάσω σε αυτόν για τις επόμενες δεκαετίες. Έχοντας ζήσει, λοιπόν, αυτήν την εμπειρία, νομίζω πως μπορώ, με μεγαλύτερη σιγουριά απ’ ό,τι όταν ο θάνατος ήταν για μένα απλώς μία «φιλοσοφική ιδέα», να πω ότι:
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ. Ακόμα και οι άνθρωποι που θέλουν να πάνε στον Παράδεισο, δεν θέλουν να πεθάνουν για να φτάσουν εκεί. Και όμως, ο θάνατος είναι ο προορισμός που όλοι μοιραζόμαστε. Κανείς, ποτέ, δεν έχει γλιτώσει από αυτόν. Ο Θάνατος είναι, ίσως, η καλύτερη ανακάλυψη της Ζωής. Και έτσι, μάλλον, πρέπει να είναι. Ο Θάνατος είναι ο ατζέντης, ο μεσίτης, που σε βοηθά να αλλάξεις τη Ζωή σου, προτού έρθει αυτός να σε πάρει. Ξεκαθαρίζει το παλιό, προετοιμάζοντας το έδαφος για να ‘ρθει το καινούργιο. Αυτή την στιγμή που σας μιλάω, το καινούργιο είστε εσείς. Αλλά κάποια μέρα, όχι πολύ μακρινή από τώρα, και εσείς θα εξελιχθείτε σιγά σιγά σε «παλιό», και θα… ξεκαθαριστείτε. Συγχωρήστε με που γίνομαι τόσο δραματικός, αλλά αυτή είναι η απλή αλήθεια.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΣ. Μην τον σπαταλάτε, λοιπόν, ζώντας τη ζωή κάποιου άλλου ανθρώπου. Μην παγιδευτείτε από το δόγμα του να ζείτε από τα αγαθά της σκέψης ενός άλλου. Μην αφήσετε το θόρυβο από την άποψη άλλων ανθρώπων να πνίξει την δική σας, εσωτερική φωνή. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, να έχετε πάντα το θάρρος να ακολουθείτε την καρδιά και το ένστικτό σας. Αυτά τα δύο, κάπως, πάντοτε, γνωρίζουν ήδη τι εσύ θέλεις πραγματικά να γίνεις. Τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα.
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΝΕΟΣ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ που είχε τίτλο “The Whole Earth Catalog” («Ο κατάλογος όλου του κόσμου»), που ήταν μία από τις βίβλους της δικής μου γενιάς. Τον είχε συντάξει ένας τύπος ονόματι Stewart Brand, που ζούσε όχι μακριά από εδώ, στο Menlo Park, και το ζωντάνεψε με το ποιητικό του άγγιγμα. Αυτό συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, πριν από τους προσωπικούς υπολογιστές και το desktop publishing. Όλα τυπώνονταν με τη χρήση γραφομηχανών, ψαλιδιού, και φωτογραφιών από μηχανές Polaroid. Ηταν, ας πούμε, σαν να ‘χαμε το Google σε έντυπη μορφή, 35 χρόνια πριν έρθει αυτό που ξέρουμε σήμερα σε ηλεκτρονική: ήταν ιδεαλιστικό και ξεχείλιζε από υπέροχες εφαρμογές και ιδέες.
Ο ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΚΑΙ Η ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΕΒΓΑΛΑΝ ΠΟΛΛΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ του «The Whole Earth Catalog», και τότε, όταν είχε κάνει τον κύκλο του, έβγαλαν και μία τελευταία έκδοση. Αυτό συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, και είχα τη δική σας ηλικία. Στο οπισθόφυλλο της τελευταίας αυτής έκδοσης υπήρχε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ξημέρωμα σε έναν επαρχιακό δρόμο, ένα δρόμο στον οποίο θα μπορούσατε να βρεθείτε και εσείς κάποια στιγμή, εάν είστε περιπετειώδεις τύποι, να κάνετε οτοστόπ. Κάτω από αυτήν τη φωτογραφία, υπήρχε μια λεζάντα με τα λόγια: “Stay hungry. Stay foolish”. Δηλαδή, «Μείνε πεινασμένος. Κάνε την τρέλα σου». Ήταν το αποχαιρετιστήριο μήνυμα της ομάδας του Στιούαρτ, καθώς υπέγραφαν την τελευταία τους έκδοση.
ΜΕΙΝΕ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ. ΜΕΙΝΕ ΑΝΟΗΤΟΣ. Αυτό ευχόμουν και εγώ πάντοτε για τον εαυτό μου. Και τώρα, καθώς αποφοιτάτε για να αρχίσετε μια καινούρια ζωή, εύχομαι και για σας το ίδιο, ακριβώς, πράγμα: Μείνετε πεινασμένοι. Κάντε την τρέλα σας».



Τα ποιήματα στο δρόμο



Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια - όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.

Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο.

Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.

Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.

Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ.

Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.

Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι.

Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.

Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.

Νίκος Χουλιαράς

Απόσπασμα από το κείμενο "Τα ποιήματα στο δρόμο", περ. Η Λέξη, αρ.147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998


Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...

   ------------------------------------------------------------------------------------------------------

Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς. Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και οι φίλοι μου με φοβούνται.

Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε φορά που ακούω “Κατερίνα” τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον.

Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.

Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.

Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε;




Κατερίνα Γώγου, 1940-1993 (Ηθοποιός, Ποιήτρια)






«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα…

Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γλύφει και να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.

Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες & κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς, πουθενά.

Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες. Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν φουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.

Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο, μόνο για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…

Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.

Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.

Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.

Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.

Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.

Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.

Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων… Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει. Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν… Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει. Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου. Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

Mario de Andrade, 1893-1945 (ποιητής, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μουσικολόγος από τη Βραζιλία).




   
Αποφάσισα να δώσω στο blog την ονομασία "Magic Square" (ελληνιστί "Μαγικό Τετράγωνο") από ένα αγαπημένο μου έργο του Άλμπρεχτ Ντίρερ, το οποίο εικονίζεται στον τίτλο του blog, και ονομάζεται "Μελαγχολία Ι". Ολοκληρώθηκε το 1514.
Στο έργο απεικονίζεται μια φιγούρα με γιγάντια φτερά στην πλάτη η οποία βρίσκεται σε περισυλλογή ενώ γύρω της υπάρχει ένα συνονθύλευμα πραγμάτων όπως: μια ζυγαριά, ξυλουργικά εργαλεία, μια κλεψύδρα, ένας σκελετωμένος σκύλος, ο θεός Έρωτας σε μικρή ηλικία, μια κρεμαστή καμπάνα, διάφορα γεωμετρικά στερεά, μια λεπίδα, μια σκάλα. Συμβολικά το έργο απεικονίζει την αποτυχημένη προσπάθεια της ανθρωπότητας να μεταμορφώσει την ανθρώπινη ευφυΐα σε θεϊκή δύναμη. Αν κάποιος παρατηρήσει πιο προσεχτικά θα δει στο βάθος χαραγμένο πάνω στο κτίριο και πίσω από τον μύστη ένα τετράγωνο γεμάτο αριθμούς, ένα μαγικό τετράγωνο. Όλες οι στήλες, οριζόντια, κάθετα και διαγώνια, δίνουν άθροισμα τριάντα τέσσερα. Όμως πέραν αυτού, το συγκεκριμένο μαγικό τετράγωνο του Ντίρερ είναι διάσημο γιατί ο ίδιος κατόρθωσε κάτι που φαινομενικά ήταν ακατόρθωτο. Ο Ντίρερ είχε βρει έναν τρόπο να κάνει τα τέσσερα τεταρτημόρια του τετραγώνου, τα τέσσερα κεντρικά τετράγωνα, ακόμα και τα τέσσερα γωνιακά τετράγωνα να δίνουν το ίδιο άθροισμα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό όμως είναι το επίτευγμα του Ντίρερ να τοποθετήσει τους αριθμούς 15 και 14 σε γειτονικά τετράγωνα στην τελευταία οριζόντια σειρά, καταγράφοντας την χρονιά κατά την οποία δημιούργησε το έργο του.
Αξίζει να σημειωθεί πως η "Μελαγχολία Ι" αποτελεί την πρώτη φορά που ένα μαγικό τετράγωνο έκανε την εμφάνισή του στην ευρωπαϊκή τέχνη.

Άλμπρεχτ Ντίρερ