Άκου Ανθρωπάκο


Αναλογίστηκες ποτέ σου, ανθρωπάκο, πώς είναι να 'σαι αετός και να 'ναι η φωλιά σου γεμάτη αυγά κότας; Ο αετός περιμένει πως σαν θα σκάσουν, θα ξεμυτίσουν αετόπουλα, που θ' αναθρέψει σε αετούς. Μα καθώς τα τσόφλια σκάζουν ένα-ένα, γεμίζει ο κόσμος κλωσσόπουλα. Πάνω στην απόγνωση του ο αετός αρπάζεται από την ελπίδα πως τα κλωσσόπουλα θα γίνουν αετοί. Μεγαλώνοντας, γίνονται όλα τους κοτόπουλα που κακαρίζουν. Σαν το συνειδητοποιήσει αυτό ο αετός, η αρχική του παρόρμηση είναι να καταβροχθίσει όλα τούτα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Το μόνο που τον αποτρέπει από τούτο το σοφό έγκλημα, είναι η αμυδρή ελπίδα πως ίσως κάποια μέρα ένα από τα κοτόπουλα αποδειχθεί αετόπουλο, θα εξελιχθεί σε αετό κι από τον ψηλό γκρεμό του θα 'ναι ικανός να βλέπει μακριά και να ανακαλύψει νέους κόσμους, καινούργιες ιδέες, και­νούργιους τρόπους ζωής. Μόνο τούτη η αμυδρή ελπίδα αποτρέπει τον μοναχικό, θλιμμένο αετό να καταβροχθίσει τα κοτόπουλα που κακαρίζουν εκνευριστικά. Βλέπεις, δεν ξέρουν πως τα κλώσησε αετός. Δεν ξέρουν ότι ζουν πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο, ψηλά πάνω από τις νοτερές, σκοτεινές κοιλάδες. Δε βλέπουν μακριά, όπως ο μοναχικός αετός. Το μόνο που κάνουν είναι να τρώνε, να τρώνε και δώσ' του να τρώνε όσα τους κουβαλάει ο αετός. Όταν μαίνεται η καταιγίδα, ζαρώνουν να ζεσταθούν κάτω από τις δυνατές φτερούγες του κι εκείνος στέκει μόνος απέναντι της. Όταν τα πράγματα αγριεύουν πολύ, το βάζουν στα πόδια και ζαρωμένα στις φωλιές τους του πετούν πετραδάκια για να τον πληγώσουν. Στο πρώτο ξάφνιασμα της προδοσίας τους, ετοιμάζεται να τα καταβροχθίσει. Μα σαν το ξανασκέφτεται, τα λυπάται. Να δεις που κάποια μέρα, σκέφτεται, ανάμεσα από τα αδηφάγα, κοντόφθαλμα κοτόπουλα θα ξεπεταχτεί κάποιο αετόπουλο, που σαν θα μεγαλώσει θα του μοιάζει

Ακόμα και σήμερα, ο μοναχικός αετός δεν απαρνήθηκε τη μεγάλη τούτη ελπίδα. Εξακολουθεί να κλωσσά κοτοπουλάκια...

Όμως εσύ, ανθρωπάκο, δε θέλεις να γίνεις αετός. Γι' αυτό και σε καταβροχθίζουν οι γύπες. Τους αετούς τους φοβάσαι. Γι' αυτό ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά σε καταβροχθίζουν. Βλέπεις, κάποιες από τις κλώσσες σου κλώσσησαν αυγά από γύπες. Οι γύπες έγιναν ηγέτες σου στη μάχη κατά των αετών, που θέλουν να σε οδηγήσουν σε μακρινούς, καλύτερους κόσμους. Οι γύπες σε έμαθαν να τρως ψοφίμια, να αρκείσαι στα ψίχουλα και να φωνάζεις, «Ζήτω, μεγάλε γύπα!»

Και τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κοπαδιαστά κατά χιλιάδες κι εξακολουθείς να φοβάσαι τους αετούς, που κλωσσούν τα κλωσσοπουλάκια σου.

Έχτισες το σπίτι σου, τη ζωή σου, την κουλτούρα και τον πολιτισμό σου, την επιστήμη και την τεχνολογία σου, τον έρωτα και την ανατροφή των παιδιών σου στην άμμο, ανθρωπάκο. Δεν το ξέρεις, δε θέλεις να το ξέρεις κι όταν στο πει κάποιος μεγάλος, τον θανατώνεις. Μέσα στη δυστυχία σου έρχεσαι με τις ίδιες πάντα ερωτήσεις:

«Το παιδί μου είναι κακόβουλο και σκληρόκαρδο, δυσκοίλιο και χλωμό. Σπάει ό,τι βρίσκει μπροστά του και τις νύκτες ξυπνά ουρλιάζοντας από τους εφιάλτες. Στο σχολείο δεν πάει καλά. Τι να κάνω; Βοήθησε με!»

«Η γυναίκα μου είναι ψυχρή, δεν κάνει έρωτα μαζί μου. Με βασανίζει, παθαίνει κρίσεις και στριγκλίζει υστερικά, γυρίζει από δω κι από κει με τον ένα και με τον άλλο. Τι να κάνω; Δώσ' μου μια συμβουλή!»

«Κερδίσαμε τον τελευταίο πόλεμο, τον πόλεμο που θα σηματοδοτούσε το τέλος όλων των πολέμων. Και να που ξέσπασε άλλος, πολύ χειρότερος. Βοήθεια! Τι να κάνω;»

«Ο πολιτισμός για τον οποίο ένιωθα τόσο περήφανος καταρρέει κάτω από το βάρος του πληθωρισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν, δολοφονούν, κλέβουν και πάνε κατά διαβόλου. Απελπίστηκαν. Βοήθεια! Πες μου τι να κάνω!»

«Τι να κάνω; Τι να κάνουμε;» Αυτή είναι η ερώτηση που επαναλαμβάνεις μονότονα ανά τους αιώνες.

Είναι η μοίρα των μεγάλων επιτευγμάτων, γεννημάτων ενός τρόπου ζωής που θέτει την αλήθεια πάνω από τη σιγουριά, να τα καταβροχθίζεις κι ύστερα να τα χέζεις σα σκατά.

Εδώ και αιώνες άνθρωποι μεγάλοι, θαρραλέοι και μοναχικοί σου λένε και σου ξαναλένε τι πρέπει να κάνεις. Μα επανειλημμένα διαφθείρεις, συρρικνώνεις και καταστρέφεις τις διδασκαλίες τους. Επανειλημμένα παγιδεύεσαι στα αδύναμα σημεία τους. Αντί να παίρνεις για γνώμονα τη μεγάλη αλήθεια, αρπάζεσαι από κάποιο ασήμαντο λάθος τους. Αυτό έκανες, κάνεις με ό,τι πιάνεις στα χέρια σου. Γιατί το κάνεις αυτό; Δε νομίζω πως θες στα αλήθεια να μάθεις. Αν ακούσεις την αλήθεια, θα εξαγριωθείς και κάποιος μπορεί να το πληρώσει με τη ζωή του.

Χτίζεις παλάτια στην άμμο, επειδή φοβάσαι ή είσαι ανίκανος να νιώσεις την ενέργεια της ζωής να ρέει στις φλέβες σου, επειδή καταπνίγεις και σκοτώνεις την αγάπη μέσα στο παιδί σου, πριν γεννηθεί καν. Δεν ανέχεσαι καμία ελεύθερη, ζωντανή, φυσική κίνηση ή έκφραση. Σε πιάνει πανικός κι αναρωτιέσαι, «Τι θα πει ο κύριος Τζόουνς;»

Φοβάσαι να σκεφτείς, ανθρωπάκο, επειδή η σκέψη πάει χέρι-χέρι με τις έντονες αισθαντικές εντυπώσεις κι εσύ το σώμα σου το φοβάσαι. Πολλοί μεγάλοι σου φώναξαν: Γύρνα στα ουσιώδη! Άκου την εσωτερική φωνή σου, ανταποκρίσου στα πραγματικά συναισθήματα σου. Να σέβεσαι και να τιμάς τον έρωτα! Μα είσαι κουφός, έχεις ξεχάσει τελείως το νόημα αυτών των λέξεων. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ανθρωπάκο. Οι μοναχικοί κήρυκες χάνονται στην τρομερή ερημιά της κενότητας σου, ανθρωπάκο.

Βίλχελμ Ράϊχ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου