Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο


Καὶ να που φάνηκε ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος
στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ᾿ τα τσιγάρα
τσιγάρα να καῖνε σαν κερια
γύρω γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στὶς καρέκλες
τσιγάρα παντου
κι αγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατᾶνε.
Ὡραῖος σαν αετος ο Ἐμπειρίκος
τα μάτια του να καῖνε.
- Πῶς απ᾿ τον Πόρο, Ἀντρέα;
ἐσυ πάντα πήγαινες στὴν Ἄνδρο.
- Κι ἐσυ Μίλτο, ἔπρεπε να ἤσουνα
στην Ὕδρα, γιατί στον Πόρο;
Καὶ τότε ἔσκασε ἐκεῖνο το ωραῖο
το φοβερο γέλιο του·
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ἕνα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ᾿ το θάνατό του.

Μίλτος Σαχτούρης

Η φύση του φόβου, η σχέση του με τον χρόνο και οι πιθανότητες που υπάρχουν να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από αυτόν



Ο φόβος υπάρχει όχι μόνο σε συνειδητό επίπεδο, αλλά και βαθιά στο υποσυνείδητο. Υπάρχει ο φόβος που μας είναι οικείος και τον οποίο έχουμε συνηθίσει. Υπάρχει επίσης ο βαθύτερος φόβος, ο κρυμμένος, ο καλυμμένος. Είναι δυνατόν να απελευθερωθούμε από όλους μας τους φόβους;
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να κατανοήσουμε ολόκληρο το περιεχόμενο της συνειδητότητας. Πρέπει να κατανοήσουμε τη συνειδητότητα όχι σε σχέση με κάποιον – είτε αυτός είναι άγιος, δάσκαλος ή οτιδήποτε άλλο.
Πρέπει να κατανοήσουμε, ο καθένας για τον εαυτό του, τη συνειδητότητα που «είμαι εγώ» - όχι σε σχέση με ό,τι έχω μάθει από κάποιο βιβλίο ή από αυτά που μου έχουν πει. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να παρατηρήσω τον εαυτό μου.
Εχουμε χωρίσει την συνειδητότητα σε επιφανειακή και κρυμμένη. Η επιφανειακή είναι ο εκπαιδευμένος νους – κάποιος πηγαίνει στη δουλειά όσο κι αν βαριέται, διαβάζει εφημερίδες και αντιδρά στα ερεθίσματα που δέχεται. Αυτός είναι ο επιφανειακός νους.
Από την άλλη υπάρχει ο κρυμμένος νους. Ο νους αυτός είναι όλα τα λανθάνοντα στοιχεία του παρελθόντος. Ορισμένα από αυτά τα κομμάτια είναι ξύπνια, άλλα όχι.
Τώρα, πως αντιμετωπίζουμε τους επιφανειακούς φόβους; Συνήθως με διάφορους τρόπους : είτε το ρίχνουμε στο αλκοόλ, είτε πηγαίνουμε στην εκκλησία, είτε επαναλαμβάνουμε ένα μάντρα ή διαβάζουμε ένα βιβλίο.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι πως όλα αυτά – το διάβασμα ενός βιβλίου, η επίσκεψη σε μια εκκλησία ή το αλκοόλ – είναι το ίδιο, διότι όλοι αυτοί οι τρόποι είναι τρόποι διαφυγής από τους φόβους τους οποίους γνωρίζουμε ότι υπάρχουν.
Το επόμενο βήμα είναι να εξοικειωθούμε με το υποσυνείδητο, με το οποίο δεν είμαστε καθόλου εξοικειωμένοι κι αυτό είναι δύσκολο.
Για να το καταφέρουμε αυτό, για να γνωρίσουμε το περιεχόμενο του υποσυνειδήτου μας χρειάζεται ένα είδος προσοχής, ένα είδος εντατικής παρατήρησης που δεν αναλύει, δεν επικρίνει, δεν απολογείται, δεν εξηγεί – απλώς παρατηρεί με προσοχή.
Στην προσοχή υπάρχει μια παντελής κενότητα, ειδάλλως δεν μπορεί κανείς να προσέξει.
Ο συνειδητός νους δεν πρέπει να αναζητά κάποιο αποτέλεσμα, δεν πρέπει να επιθυμεί την αλλαγή αυτού που παρατηρεί, δεν πρέπει να προσπαθεί να το ερμηνεύσει σύμφωνα με όσα του αρέσουν ή όσα τον δυσαρεστούν.
Πρέπει να είναι «ξύπνιος, χωρίς προκατάληψη», να είναι σε μια μη ερμηνευτική, μη επικριτική κατάσταση… Ο συνειδητός νους απλά παρατηρεί.
Τότε, τι ακριβώς είναι το υποσυνείδητο;
Είναι το παρελθόν με όλες του τις παραδόσεις και τις αξίες – όχι μόνο τις εμπειρίες του παρόντος, αλλά τις εμπειρίες, τη γνώση, τις αξίες αιώνων και αιώνων ανθρώπινης ιστορίας – διότι ο καθένας μας είναι το αποτέλεσμα όλων των ανθρώπων κι όχι απλά μόνο ένας άνθρωπος.
Το υποσυνείδητο είναι ολόκληρη η προσπάθεια της ύπαρξης του ανθρώπου, οι συγκρούσεις του, οι ελπίδες του , οι φόβοι του, οι απογοητεύσεις του. Όλα αυτά απηχούν το συλλογικό ασυνείδητο μέσω των κινήτρων, των παρορμήσεων, των κρυμμένων μυστικών του νου του ατόμου. Των μυστικών που ο συνειδητός νους αγνοεί παντελώς και τα οποία περιστασιακά, μέσω ονείρων, έρχονται στο φως. 

Τζιντού Κρισναμούρτι

Τάδε έφη Μπέρτολτ Μπρεχτ




Αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται.

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Οι ήττες και οι νίκες των ανθρώπων στην κορυφή δεν είναι πάντα ήττες και νίκες για τους ανθρώπους στον πάτο.

Χόρτασε πρώτα, μετά ηθικοί κανόνες.

Μη φοβάστε τόσο πολύ το θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή.

Ο πόλεμος είναι όπως η αγάπη: πάντα βρίσκει έναν τρόπο.

Α, τι ωφελεί χωμένος μέχρι το λαιμό στη λάσπη, να κρατάς τα νύχια των χεριών σου καθαρά;

Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες.

Κανείς δεν μπορεί να είναι καλός για πολύ, αν δεν υπάρχει ζήτηση για καλοσύνη.

Γιατί να είσαι άνθρωπος όταν μπορείς να είσαι πετυχημένος;

Αυτούς στο σκοτάδι δεν τους βλέπει κανείς.

Είναι ευκολότερο να ληστέψεις ιδρύοντας μια τράπεζα παρά απειλώντας έναν ταμία.

Κυρίες και κύριοι σκεφτείτε, τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας, μπροστά στην ίδρυσή της
και τι η δολοφονία ενός ανθρώπου μπροστά στην πρόσληψή του.

Δεν πειράζει να διστάζεις, αν μετά προχωράς μπροστά.

Οι άνθρωποι παραείναι ανθεκτικοί, αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά 
πολλά σε βάρος του εαυτού τους. Αντέχουν υπερβολικά πολύ.

Σε κάθε ιδέα, πρέπει να ψάξει κανείς από πού έρχεται και πού πάει. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε αν είναι καλή ή όχι.

Γιατί να λέμε βίαια τα νερά ενός ποταμού και όχι τις όχθες που τα περιορίζουν;

Μερικές φορές είναι πιο σημαντικό να είσαι άνθρωπος από το να έχεις καλό γούστο.

Το να ανακατεύει κανείς κρασιά μπορεί να είναι λάθος, αλλά η παλιά και η νέα σοφία ανακατεύονται θαυμάσια.

Μπέρτολτ Μπρεχτ


Άκου Ανθρωπάκο


Αναλογίστηκες ποτέ σου, ανθρωπάκο, πώς είναι να 'σαι αετός και να 'ναι η φωλιά σου γεμάτη αυγά κότας; Ο αετός περιμένει πως σαν θα σκάσουν, θα ξεμυτίσουν αετόπουλα, που θ' αναθρέψει σε αετούς. Μα καθώς τα τσόφλια σκάζουν ένα-ένα, γεμίζει ο κόσμος κλωσσόπουλα. Πάνω στην απόγνωση του ο αετός αρπάζεται από την ελπίδα πως τα κλωσσόπουλα θα γίνουν αετοί. Μεγαλώνοντας, γίνονται όλα τους κοτόπουλα που κακαρίζουν. Σαν το συνειδητοποιήσει αυτό ο αετός, η αρχική του παρόρμηση είναι να καταβροχθίσει όλα τούτα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Το μόνο που τον αποτρέπει από τούτο το σοφό έγκλημα, είναι η αμυδρή ελπίδα πως ίσως κάποια μέρα ένα από τα κοτόπουλα αποδειχθεί αετόπουλο, θα εξελιχθεί σε αετό κι από τον ψηλό γκρεμό του θα 'ναι ικανός να βλέπει μακριά και να ανακαλύψει νέους κόσμους, καινούργιες ιδέες, και­νούργιους τρόπους ζωής. Μόνο τούτη η αμυδρή ελπίδα αποτρέπει τον μοναχικό, θλιμμένο αετό να καταβροχθίσει τα κοτόπουλα που κακαρίζουν εκνευριστικά. Βλέπεις, δεν ξέρουν πως τα κλώσησε αετός. Δεν ξέρουν ότι ζουν πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο, ψηλά πάνω από τις νοτερές, σκοτεινές κοιλάδες. Δε βλέπουν μακριά, όπως ο μοναχικός αετός. Το μόνο που κάνουν είναι να τρώνε, να τρώνε και δώσ' του να τρώνε όσα τους κουβαλάει ο αετός. Όταν μαίνεται η καταιγίδα, ζαρώνουν να ζεσταθούν κάτω από τις δυνατές φτερούγες του κι εκείνος στέκει μόνος απέναντι της. Όταν τα πράγματα αγριεύουν πολύ, το βάζουν στα πόδια και ζαρωμένα στις φωλιές τους του πετούν πετραδάκια για να τον πληγώσουν. Στο πρώτο ξάφνιασμα της προδοσίας τους, ετοιμάζεται να τα καταβροχθίσει. Μα σαν το ξανασκέφτεται, τα λυπάται. Να δεις που κάποια μέρα, σκέφτεται, ανάμεσα από τα αδηφάγα, κοντόφθαλμα κοτόπουλα θα ξεπεταχτεί κάποιο αετόπουλο, που σαν θα μεγαλώσει θα του μοιάζει

Ακόμα και σήμερα, ο μοναχικός αετός δεν απαρνήθηκε τη μεγάλη τούτη ελπίδα. Εξακολουθεί να κλωσσά κοτοπουλάκια...

Όμως εσύ, ανθρωπάκο, δε θέλεις να γίνεις αετός. Γι' αυτό και σε καταβροχθίζουν οι γύπες. Τους αετούς τους φοβάσαι. Γι' αυτό ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά σε καταβροχθίζουν. Βλέπεις, κάποιες από τις κλώσσες σου κλώσσησαν αυγά από γύπες. Οι γύπες έγιναν ηγέτες σου στη μάχη κατά των αετών, που θέλουν να σε οδηγήσουν σε μακρινούς, καλύτερους κόσμους. Οι γύπες σε έμαθαν να τρως ψοφίμια, να αρκείσαι στα ψίχουλα και να φωνάζεις, «Ζήτω, μεγάλε γύπα!»

Και τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κοπαδιαστά κατά χιλιάδες κι εξακολουθείς να φοβάσαι τους αετούς, που κλωσσούν τα κλωσσοπουλάκια σου.

Έχτισες το σπίτι σου, τη ζωή σου, την κουλτούρα και τον πολιτισμό σου, την επιστήμη και την τεχνολογία σου, τον έρωτα και την ανατροφή των παιδιών σου στην άμμο, ανθρωπάκο. Δεν το ξέρεις, δε θέλεις να το ξέρεις κι όταν στο πει κάποιος μεγάλος, τον θανατώνεις. Μέσα στη δυστυχία σου έρχεσαι με τις ίδιες πάντα ερωτήσεις:

«Το παιδί μου είναι κακόβουλο και σκληρόκαρδο, δυσκοίλιο και χλωμό. Σπάει ό,τι βρίσκει μπροστά του και τις νύκτες ξυπνά ουρλιάζοντας από τους εφιάλτες. Στο σχολείο δεν πάει καλά. Τι να κάνω; Βοήθησε με!»

«Η γυναίκα μου είναι ψυχρή, δεν κάνει έρωτα μαζί μου. Με βασανίζει, παθαίνει κρίσεις και στριγκλίζει υστερικά, γυρίζει από δω κι από κει με τον ένα και με τον άλλο. Τι να κάνω; Δώσ' μου μια συμβουλή!»

«Κερδίσαμε τον τελευταίο πόλεμο, τον πόλεμο που θα σηματοδοτούσε το τέλος όλων των πολέμων. Και να που ξέσπασε άλλος, πολύ χειρότερος. Βοήθεια! Τι να κάνω;»

«Ο πολιτισμός για τον οποίο ένιωθα τόσο περήφανος καταρρέει κάτω από το βάρος του πληθωρισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν, δολοφονούν, κλέβουν και πάνε κατά διαβόλου. Απελπίστηκαν. Βοήθεια! Πες μου τι να κάνω!»

«Τι να κάνω; Τι να κάνουμε;» Αυτή είναι η ερώτηση που επαναλαμβάνεις μονότονα ανά τους αιώνες.

Είναι η μοίρα των μεγάλων επιτευγμάτων, γεννημάτων ενός τρόπου ζωής που θέτει την αλήθεια πάνω από τη σιγουριά, να τα καταβροχθίζεις κι ύστερα να τα χέζεις σα σκατά.

Εδώ και αιώνες άνθρωποι μεγάλοι, θαρραλέοι και μοναχικοί σου λένε και σου ξαναλένε τι πρέπει να κάνεις. Μα επανειλημμένα διαφθείρεις, συρρικνώνεις και καταστρέφεις τις διδασκαλίες τους. Επανειλημμένα παγιδεύεσαι στα αδύναμα σημεία τους. Αντί να παίρνεις για γνώμονα τη μεγάλη αλήθεια, αρπάζεσαι από κάποιο ασήμαντο λάθος τους. Αυτό έκανες, κάνεις με ό,τι πιάνεις στα χέρια σου. Γιατί το κάνεις αυτό; Δε νομίζω πως θες στα αλήθεια να μάθεις. Αν ακούσεις την αλήθεια, θα εξαγριωθείς και κάποιος μπορεί να το πληρώσει με τη ζωή του.

Χτίζεις παλάτια στην άμμο, επειδή φοβάσαι ή είσαι ανίκανος να νιώσεις την ενέργεια της ζωής να ρέει στις φλέβες σου, επειδή καταπνίγεις και σκοτώνεις την αγάπη μέσα στο παιδί σου, πριν γεννηθεί καν. Δεν ανέχεσαι καμία ελεύθερη, ζωντανή, φυσική κίνηση ή έκφραση. Σε πιάνει πανικός κι αναρωτιέσαι, «Τι θα πει ο κύριος Τζόουνς;»

Φοβάσαι να σκεφτείς, ανθρωπάκο, επειδή η σκέψη πάει χέρι-χέρι με τις έντονες αισθαντικές εντυπώσεις κι εσύ το σώμα σου το φοβάσαι. Πολλοί μεγάλοι σου φώναξαν: Γύρνα στα ουσιώδη! Άκου την εσωτερική φωνή σου, ανταποκρίσου στα πραγματικά συναισθήματα σου. Να σέβεσαι και να τιμάς τον έρωτα! Μα είσαι κουφός, έχεις ξεχάσει τελείως το νόημα αυτών των λέξεων. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ανθρωπάκο. Οι μοναχικοί κήρυκες χάνονται στην τρομερή ερημιά της κενότητας σου, ανθρωπάκο.

Βίλχελμ Ράϊχ

Ο Κήπος Με Τις Αυταπάτες


Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι' αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. Όμως, γι αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα. Ερχομαι όχι μια αλλά εκατό φορές σ' ένα οποιοδήποτε Verve στο La terre est blue comme une orange, στην Παρθένο της Σικίνου πριν να υπάρξει, στο Eau de Vervene, στο Poem in October, στον Ναυτίλο του Patek Philippe , στην Μικρή Πράσινη Θάλασσα. Ακριβές μειοψηφίες, σπάνια βιβλία, ιδίως αν το χαρτί τους είναι Velin pur fil Lafuma ή πάπυρος του 1600, όπως τα βρίσκουμε στα παλαιοπωλεία των μικρών πόλεων της Ευρώπης.

Οδυσσέας Ελύτης

Ιστορίες του κυρίου Κόινερ



Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, ρώτησε τον κ.Κ η κορούλα της οικονόμας του, θα φέρονταν τότε πιο καλά στα μικρά ψαράκια; Σίγουρα, αποκρίθηκε εκείνος. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έχτιζαν για τα μικρά ψαράκια στη θάλασσα τεράστια κλουβιά και θα έβαζαν μέσα διάφορες τροφές, φυτά καθώς και ζωντανά. Θα φρόντιζαν τα κλουβιά να ‘χουν πάντα καθαρό νερό και γενικά θα τα εφοδίαζαν με διάφορες εγκαταστάσεις υγιείνης. Όταν λογουχάρη ένα ψαράκι τραυμάτιζε την ουρά του, οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο μην τυχόν και ψοφήσει πριν την ώρα του.
Έπειτα, για να μην μελαγχολούν τα ψαράκια, θα οργάνωναν κατά διαστήματα στη θάλασσα μεγάλες γιορτές, γιατί τα κεφάτα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα θλιμμένα. Τούτα τα μεγάλα κλουβιά θα είχαν βέβαια και τα σχολειά τους. Εκεί τα ψαράκια θα μάθαιναν να κολυμπάνε στο στόμα του καρχαρία. Θα έπρεπε λογουχάρη να μάθουν γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, όταν αυτοί κάπου τεμπελιάζουν. Βέβαια, το σπουδαιότερο θα ήταν η ηθική διάπλαση των μικρών ψαριών.
Θα τους μάθαιναν ότι για ένα ψαράκι δεν υπάρχει μεγαλύτερη και ωραιότερη αρετή από το να θυσιάζεται πρόθυμα κι ότι τα ψαράκια θα έπρεπε να πιστεύουν τυφλά στους καρχαρίες, προπαντός όταν αυτοί τους λένε ότι θα φροντίσουν για ένα ωραίο μέλλον. Θα έδιναν στα ψαράκια να καταλάβουν πως αυτό το ωραίο μέλλον τότε μόνο θα είναι εξασφαλισμένο, όταν εκείνα μάθουν να υπακούνε. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται από κάθε λογής ταπεινές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις, κι αν τύχαινε κανένα από δαύτα να φανερώσει τέτοιες αδυναμίες, τα άλλα τα ψαράκια θα έπρεπε να τα αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες.

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν βέβαια αναμεταξύ τους και διάφορους πολέμους, για να κυριέψουν ξένα κλουβιά και ξένα ψαράκια. Στους πολέμους αυτούς ο κάθε καρχαρίας θα πολεμούσε με τα δικά του ψαράκια. Θα μάθαιναν τα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια θα τους έλεγαν, είναι ως γνωστό βουβά, σωπαίνουν ωστόσο σε όλότελα διαφορετικές γλώσσς, γι’ αυτό και είναι αδύνατο να καταλάβει το ένα τ’ άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε μερικά εχθρικά ψαράκια που σωπαίνουν σ’ άλλη γλώσσα, θα καρφίτσωναν κι από ‘να παράσημο από φύκι και θα του έδιναν τον τίτλο του ήρωα.

Αν βέβαια οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα είχαν και τη δική τους τέχνη. Θα είχαν ωραίους πίνακες που θα παράσταιναν τα δόντια των καρχαριών με θαυμάσια χρώματα, και τα στόματά τους θα ήταν σαν τους κήπους της Βαβυλώνας, όπου μπορεί να κάνει κανείς τρελό σεργιάνι. Τα θέατρα στο βυθό θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια με την μπάντα μπροστά θα ορμούσαν μαγεμένα και νανουρισμένα με τις πιο όμορφες σκέψεις στο στόμα των καρχαριών. Δε θα έλειπε βέβαια και η θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Αυτή θα δίδασσκε ότι τα ψάρια μονάχα στην κοιλιά των καρχαριών θα άρχιζαν να γεύονται την αληθινή ζωή.

Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, όλα τα ψαράκια δε θα ήταν πια ίσα κι όμοια όπως συμβαίνει σήμερα. Μερικά από δαύτα θ’ αποχτούσαν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τα άλλα ψαράκια. Όσα μάλιστα είναι λίγο πιο μεγάλα θα είχαν το λεύτερο να τρώνε τα πιο μικρά. Αυτό θα ήταν άλλωστε ευχάριστο για τους καρχαρίες, γιατί έτσι εκείνοι δε θα χρειάζονταν πια παρά να καταπίνουν συχνότερα πιο μεγάλες μπουκιές. Και τα πιο μεγάλα ψαράκια, αυτά που θα είχαν τις ψηλές θέσεις, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί και μηχανικοί στα ψαροκλουβιά. Κοντολογίς, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα είχαμε πολιτισμό στη θάλασσα…

Μπερτολτ Μπρεχτ

ΠΡΟΣΘΕΣΙΣ


Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω.
Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω —
που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ)
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί
απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί.

Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ

ΙΣΩΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ



Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.

Και το περίεργο είναι πως εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σα να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. Όπως άλλωστε και τα σπίτια. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία, ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξιπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό πεπόνι, – ω, πάνε, πάνε και τα πλανόδια επαγγέλματα, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη. Κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…

Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι – λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια – μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) – άνθρωποι επαρκώς ενημερώμενοι, πολύ π α ρ ό ν τ ε ς (εδώ και σήμερα), κι εντελώς α π ό ν τ ε ς απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ



Ήρθαν
ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών
την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι·
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.

Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

Οδυσσέας Ελύτης

Η Γένεση της Τραγωδίας


«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτούτου μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά (για κάθε εποχή) ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος. Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς.
Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους. Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες.
Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».

Friedrich Nietzsche

Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Όταν η διαδικασία της μεταμόρφωσης φτάσει στο αποκορύφωμά της, στο τελικό και αποφασιστικό της στάδιο, σημαδεύεται κατά διαστήματα από μια περίοδο έντονης οδύνης και εσώτερης συσκότισης, που ονομάστηκε από τους Χριστιανούς μυστικιστές «η σκοτεινή νύχτα της ψυχής». Το νοητικό άγχος και η έντονη κατάθλιψη που τη συνοδεύουν έχουν μεγάλη ομοιότητα με τα συμπτώματα της νοητικής ασθένειας την οποία οι ψυχίατροι ονομάζουν «καταθλιπτική ψύχωση» ή «μελαγχολία».
Tα συμπτώματα αυτά είναι: μια συγκινησιακή κατάσταση απόγνωσης μια έντονη αίσθηση αναξιότητας, μια συστηματική αυτοϋποτίμηση και αυτοκατηγορία η εντύπωση της περιπλάνησης μέσα σε μια κόλαση, η οποία γίνεται περιστασιακά τόσο ζωηρή ώστε να προκαλεί την ψευδαίσθηση της αμετάκλητης καταδίκης, μια οξεία και οδυνηρή αίσθηση διανοητικής αδυναμίας, μια απώλεια της θέλησης, της δύναμης και του αυτοελέγχου, μια συνεχής αναποφασιστικότητα και μια ανικανότητα και αποστροφή για δράση.


"Ο εαυτός βρίσκεται στο σκοτάδι γιατί τυφλώνεται από ένα Φως μεγαλύτερο από εκείνο που μπορεί ν’ ανεχθεί. Όσο καθαρότερο είναι το Φως τόσο περισσότερο τυφλώνει τα μάτια της κουκουβάγιας, κι όσο εντονότερες είναι οι ηλιακές αχτίδες τόσο περισσότερο τυφλώνουν τα οπτικά όργανα, τα παραλύει εξαιτίας της αδυναμίας τους, αποστερώντας τα από τη δύναμη της όρασης. Έτσι και το Θείο Φως της ενατένισης, όταν προσκρούει πάνω σε μια ψυχή που δεν είναι ακόμη τέλεια φωτισμένη, προκαλεί πνευματικό σκοτάδι, όχι μόνο γιατί ξεπερνά τη δύναμή της αλλά γιατί την τυφλώνει και την αποστερεί από τις φυσικές της αντιλήψεις…. Όπως τα μάτια που είναι εξασθενημένα και θολά από τα δάκρυα, πονούν όταν το διαυγές φως πέσει πάνω τους, έτσι και η ψυχή, επειδή είναι ακάθαρτη, υποφέρει εξαιρετικά όταν το Θείο Φως λάμπει πραγματικά πάνω της. Κι όταν οι αχτίδες αυτού του καθαρού φωτός λάμπουν πάνω στην ψυχή, για να εξαλείψουν τα μιάσματα, η ψυχή νιώθει πως είναι τόσο ακάθαρτη και άθλια ώστε μοιάζει σαν να έχει ταχθεί ο Ίδιος ο θεός ενάντιά της, κι αυτή ενάντια στο θεό… θαυμάσια αλλά και θλιβερή εικόνα! Τόσο μεγάλη είναι η αδυναμία και η ρυπαρότητα της ψυχής, ώστε το χέρι του θεού, που είναι τόσο απαλό και ευγενικό, το νιώθει σαν βαρύ και καταθλιπτικό, μολονότι δεν την πιέζει, ούτε πέφτει πάνω της, αλλά απλώς την αγγίζει, και αγγίζει την ψυχή ευσπλαχνικά, όχι για να την τιμωρήσει αλλά για να τη γεμίσει με τη χάρη Του".

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ 

Ο ηθοποιός



Αν ο ηθοποιός δε θέλει να είναι παπαγάλος ή μαϊμού, πρέπει να κάνει κτήμα του τη γνώση της εποχής του πάνω στην κοινωνική ζωή, παίρνοντας μέρος στους ταξικούς αγώνες. Μπορεί αυτό να φανεί σε μερικούς σαν κατάπτωση, μιας και τοποθετούν την τέχνη, αφού προηγουμένως έχει τακτοποιηθεί η πληρωμή, στις πιο ψηλές σφαίρες. Οι περισσότερες, όμως, αποφασιστικές μάχες του ανθρώπινου γένους δίνονται πάνω στη γη, όχι στους αιθέρες και "έξω" στη ζωή, όχι μες στους εγκεφάλους. Κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, γιατί κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω απ' τον άνθρωπο. Η κοινωνία δεν έχει κανένα κοινό μεγάφωνο, όσο είναι χωρισμένη σε τάξεις. Ετσι, όσοι λένε πως δεν ανακατεύονται στην πολιτική, σημαίνει πως ανήκουν στην άρχουσα τάξη...  

Μπερτολτ Μπρεχτ

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ


Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως και ο Άνθρωπος γυμνός στάθηκε εμπρός στο Θεό.
Και ο Θεός άνοιξε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο: “Η ζωή σου ήταν κακή, έδειξες σκληρότητα σ’εκείνους που χρειάστηκαν τη συνδρομή σου και σ’εκείνους που χρειάστηκαν βοήθεια φέρθηκες με πικρία και σκληρότητα. Οι φτωχοί σού φώναξαν και δεν άκουσες΄ έκλεισες τα αυτιά σου στη φωνή των βασανισμένων Μου. Καταχράστηκες την κληρονομιά των ορφανών και έστειλες τις αλεπούδες στον αμπελώνα του γείτονά σου. Πήρες τον άρτο των παιδιών και στα σκυλιά τον έδωσες για να τον φάνε, και τους λεπρούς Μου που ζούσαν ειρηνικά στους βάλτους και Με δόξαζαν, τους οδήγησες στις λεωφόρους΄ και πάνω στη γή Μου από την οποία σε έπλασα έχυσες αίμα αθώων”.
Και ο άνθρωπος απάντησε: “Αυτά τα έκανα”.
Και ο Θεός άνοιξε πάλι το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο:”Η ζωή σου ήταν κακή. Την ομορφιά που σου έδειξα έψαχνες να τη βρείς και το καλό που σου έκρυψα το προσπέρασες. Οι τοίχοι του δωματίου σου ήταν ζωγραφισμένοι με εικόνες κι από την αποτρόπαια κλίνη σου σηκωνόσουν με τον ήχο φλάουτου. Έχτισες επτά βωμούς για τα αμαρτήματα που υπέφερα και έφαγες από αυτό που δεν πρέπει να φαγωθεί, και η πορφύρα των ενδυμάτων σου ήταν κεντημένη με τα τρία αμαρτήματα της αισχύνης. Τα είδωλά σου δεν ήταν ούτε από ασήμι ούτε από χρυσό που διαρκούν μα από σάρκα που πεθαίνει. Μόλυνες τα μαλλιά τους με αρώματα και έβαζες στα χέρια τους ρόδια. Μόλυνες τα πόδια τους με ζαφορά και έστρωνες χαλιά για να πατούν. Μόλυνες τα μάτια τους με αντιμόνιο και με μύρρα άλειφες το σώμα τους. Υποκλινόσουν ως το πάτωμα μπροστά τους και στον ήλιο τοποθέτησες τους θρόνους των ειδώλων σου. Έδειξες στον ήλιο την αισχύνη σου και στη σελήνη την παραφροσύνη σου”.
Και ο άνθρωπος απάντησε: “Και αυτό το έκανα”.
Και Τρίτη φορά άνοιξε ο Θεός το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο: “Κακή ήταν η ζωή σου. Με κακό ανταπέδωσες το καλό και με αδικία την καλοσύνη. Δάγκωσες τα χέρια που σε τάισαν και περιφρόνησες το στήθος που σε θήλασε. Αυτός που ερχόταν σε σένα με νερό έφευγε διψασμένος και τους ληστές μου που σε έκρυψαν τη νύχτα στις σκηνές τους τους πρόδωσες πριν ξημερώσει. Τον εχθρό σου που σε ευσπλαχνίστηκε τον παγίδεψες με ενέδρα και το φίλο που πορεύτηκε μαζί σου τον πούλησες και την Αγάπη την ανταπέδιδες με Πόθο”.
Και ο Άνθρωπος απάντησε και είπε: “Και αυτά τα έκανα”.
Και ο Θεός έκλεισε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου και είπε “Θα σε στείλω σίγουρα στην Κόλαση”.
Και ο Άνθρωπος φώναξε: “Δε μπορείς”.
Και ο Θεός είπε στον Άνθρωπο: “Και για ποιο λόγο δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση;”
“Γιατί πάντα στην κόλαση έζησα” απάντησε ο Άνθρωπος.
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως.
Και ύστερα από λίγο μίλησε ο Θεός και είπε στον Άνθρωπο: “Βλέπω πως δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο”.
Και ο Άνθρωπος φώναξε: “Δε μπορείς”.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο: “Και για ποιο λόγο δε μπορώ να σε στείλω στον Παράδεισο;”
“Γιατί ποτέ, και με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να τον φανταστώ”, απάντησε ο Άνθρωπος.
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως.

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

Tο πρόσωπο του τέρατος



Οποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει οτι του μοιάζει. Καί ή πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.

Ό Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ καί στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι Ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι όλομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος καί αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των έξαφανισθέντων, βασανισθέντων καί νεκρών. Καί το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στίς φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι άπ’ όσους εννοούνε ν’ άντιδράσουνε στο τέρας, καί εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στίς αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα πού ό Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, 0 κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, άπ’ το μυαλό της κότας. Άπ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω καί πώς να τους το πω; Καί μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τίς σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές καί ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, πού όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει καί να μας καθοδηγεί;

Ή υποταγή ή ό εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε καί να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να τό ανεχόμαστε. Καί ή ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί καί τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, πού προΐσταται, ελέγχει καί μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι άπ’ τους εχθρούς. Κι ό εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται. Μας παρακολουθεί άπ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.
θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη καί ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν ή πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πως λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυύ άλλοι, δικοί του φίλοι.- Βασίλης, του απαντώ.- Καί που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.- Πάνω στύλόφο, του λέω καί τόν κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δύντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Καί μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, πού με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια καί χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο καί τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.

Ή μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων καί εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών πού επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για νά μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τίς πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα καί τίς για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, καί την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στη όρθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στό μεταξύ καί η εφαρμογή του οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, ή μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζός.

Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οί οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ καί Αισχύλο, μια καί ανήκουν δικαιωματικά στύ υπουργείο Πολιτισμού. Χορός άπο τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη καί αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Αγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Καί τρέχουνε στίς Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο καί κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Ή κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ό κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο. Το ερώτημα περνάει άπ’ τίς ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε καί πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;

Θυμάστε τί έγινε στην «Έρωφίλη», από την προηγούμενη φορά. Ό κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια καί την ομορφιά. Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε ή μορφή ένός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, καί προκαλούσε απρόσμενη, άμεση καί καθοριστική αντίδραση. Μόλις ό Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του καί το προσωπείο του άγαθού αρχηγού πατέρα, κι έφάνη στο πρόσωπο του ή μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ό Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει καί τον εξαφανίζει.

Αυτό σημαίνει πώς ό χορός των γυναικών αυτών, καί δεν φοβήθηκε, αλλά καί πώς δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.

Μάνος Χατζιδάκις (”Τα σχόλια του τρίτου”)

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης


Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
εμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντίνος Καβάφης

ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ



Ω να μπορούσανε, λέει, και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο.
Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.
Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο των αρίστων. Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τον εισπνέουμε;

Οδυσσέας Ελύτης

ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ



ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ:

1ος: Πάντα και αναπόφευκτα ο καθένας από εμάς υποτιμά τον αριθμό των ηλιθίων ατόμων που κυκλοφορούν.

2ος: Η πιθανότητα να είναι ένα συκεκριμένο πρόσωπο ηλίθιο είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του ίδιου προσώπου.

3ος: Ένα άτομο είναι ηλίθιο εάν προκαλεί ζημία σε ένα άλλο άτομο ή ομάδα ατόμων χωρίς να εξασφαλίζει κάποιο προσωπικό όφελος, ή ακόμα χειρότερα προκαλώντας ζημία στον εαυτό του.

4. Οι μη-ηλίθιοι άνθρωποι πάντοτε υποτιμούν τη βλαπτική ενέργεια των ηλιθίων ανθρώπων. Ιδίως οι μη ηλίθιοι συστηματικά ξεχνούν ότι παντού και πάντοτε και σε κάθε περίσταση η συσχέτιση ή η σύνδεση με ηλίθια άτομα οπωσδήποτε συνιστά ένα σοβαρότατο σφάλμα.

5. Ένα ηλίθιο άτομο είναι ο πλέον επικίνδυνος τύπου ανθρώπου που υπάρχει.

Carlo M. Cipolla 

Η Πολιτεία και η μοναξιά


Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα, 
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, 
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι ... 

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι, 
και Μαμμωνάδες βάρβαροι,και χαύνοι λεβαντίνοι, 
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη. 

Κωστής Παλαμας

ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ



Το φιλί στα μάτια το ένα
Δέξου! Φεύγω από σένα.
Μα άσε με να σου το πώ-
Έχεις δίκιο, είναι σωστό, όταν λες:
Κι αν η ελπίδα έχει χαθεί
Σ’ ένα βράδυ ή ένα πρωί,
Μέσα σ’ όνειρο ή σκιά,
Είν’ λιγότερο μακρυά;
Ό,τι είμαστε ή είναι
Όνειρο σε όνειρο είναι.


Στέκομαι εδώ σ’ αυτή
Την τρικυμισμένη ακτή
Και κρατώ στα δάχτυλά μου
Λίγους κόκκους χρυσής άμμου –
Πόσο λίγοι! Κι όμως πώς
Τους τραβάει ο βυθός
Καθώς κλαίω! Κι όλο κλαίω!
Ώ Θεέ μου! Να κρατήσω δεν μπορώ
Μ’ ένα σφίξιμο γερό, ένα-δυό;
Ώ Θεέ μου! έναν κόκκο να τον σώσω δεν μπορώ,
Έναν, έστω απ’ τ’ αλύπητο το κύμα αυτό το δυνατό;
Ό,τι νομίζουμε πως είμαστε ή είναι
Μόνο ένα όνειρο μέσα σε όνειρο είναι;


Edgar Allan Poe 

Αυτά να τα πεις αλλού



Δες τα παιδιά, Βιργινία. Κοίτα και δες τα μάτια τους, περιέχουν τον αληθινό κόσμο. Διότι συλλαμβάνουν τη χάρη. Τα τυλίγει σαν σύννεφο, αν μισοκλείσεις τα βλέφαρα θα τη δεις, είναι ένα χρώμα γύρω τους, κοίτα και δες, κάθε παιδί έχει το χρώμα του, σαν νεφέλωμα, σε μερικά μπορείς να δεις ολόκληρο το ουράνιο τόξο. Αυτό είναι το φως του Θεού, Βιργινία, ουδέποτε χάνεται, όποιος το σέβεται, μαθαίνει να το ρουφάει, όποιος απιστεί ξοδεύεται...Όμως, τα παιδιά βρίσκονται ακόμα στην ηλικία της φώτισης, τόποτα δεν ξεθωριάζει το χρώμα τους...Κοίτα! Δες τα μάτια αυτού του παιδιού! Πρόσεξε την ηδύτητα στην έκφρασή του. Ονειρεύεται, Βιργινία. Τα μωρά και τα παιδιά βλέπουν τα όνειρα του Θεού. Δες, ο μικρός έχει το χάρισμα, όλα τα παιδιά το έχουν, είναι το δώρο τους για την καινούργια ζωή...

Μπελίκα Κουμπαρέλη

Μάρτιαι Ειδοί




-Φοβού τας ειδούς του Μαρτίου (δηλαδή την 14η Μαρτίου), είχε συμβουλέψει τον Ιούλιο Καίσαρα κάποιος μάντης. Εκείνη την ημέρα, πηγαίνοντας στην Σύγκλητο ο Καίσαρ συνάντησε τον μάντη και του είπε ειρωνικά: 
-Ήλθον αι ειδοί Μαρτίου.
-Ναι, αλλά δεν παρήλθον. Του απάντησε εκείνος.
Και ο Καίσαρας συνέχισε τον δρόμο του προς την ενέδρα θανάτου του Βρούτου, του Κάσιου και των άλλων φίλων του...

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Και όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.

Κωσταντίνος Καβάφης

Αγαπώ θα πει χάνομαι...


Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένας. Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. ΑΓΑΠΩ ΘΑ ΠΕΙ ΧΑΝΟΜΑΙ...

Ν. Κ. (ε, ποιος άλλος..;;!!)

Ο Προφήτης


Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.

Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα

Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.

Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου

Αφού ιδέες έχουν δικές τους.

Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους

Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο

που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.

Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις

αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα

Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες

Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου

ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.

Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο

και κομπάζει ότι με τη δύναμή του

τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.

Άς χαροποιεί τον τοξοτή ο κομπασμός του

Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει

έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.

Χαλίλ Γκιμπράν

Όταν έκλαψε ο Νίτσε (απόσπασμα)



-Τί θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή - όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές; Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο; Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ότι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε'σενα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία; Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν'αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ και'γω, απλοί κόκκοι στη διαδικασία.
- Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα;
- Ναι, η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια.
Τη σιχαίνεσαι αυτή την ιδέα? Ή σ' αρέσει;
- Τη σιχαίνομαι
- Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα.

Irvin Yalom

Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού



Μη φοβάστε, το να ξεσκεπάζουμε τα σκάνδαλα, δε σημαίνει ότι φθείρουμε την εξουσία. Απεναντίας, τα σκάνδαλα είναι καλοδεχούμενα, γιατί επάνω τους στηρίζεται, μακροπρόθεσμα, η κρατική εξουσία.

Μ’ άλλα λόγια, το σκάνδαλο, κι όταν ακόμα δεν υπάρχει πρέπει να το επινοούμε. Είναι ένα μέσο, που βοηθάει στη διατήρηση της εξουσίας, γιατί ξαλαφρώνει τους καταπιεσμένους, τους δίνει τη δυνατότητα να ξεδώσουν… Είναι το ξέσπασμα, η κάθαρση, που απελευθερώνει απ’ την ένταση. Και σεις, οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, είστε οι άξιοι ιερείς της σκανδαλοθηρίας!.. Το σκάνδαλο είναι το αντίδοτο στο χειρότερο δηλητήριο, δηλ. στη συνειδητοποίηση του κόσμου.

Ζητάει ο λαός αληθινή δικαιοσύνη; Εμείς του δίνουμε λίγο πιο δίκαιη απ’ αυτήν που έχει. Διαμαρτύρονται οι εργαζόμενοι για το αίσχος της εκμετάλλευσης; Εμείς διορθώνουμε το αίσχος, αφήνουμε όμως να υπάρχει η εκμετάλλευση. Θέλουμε να μην τα τινάζουν πια μες στις φάμπρικες; Εμείς παίρνουμε ορισμένα μέτρα για να βελτιώσουμε τις συνθήκες δουλειάς, δίνουμε και κανένα επίδομα στη χήρα. Θέλουν να καταργήσουν τις κοινωνικές τάξεις; Εμείς περιορίζουμε λιγάκι τις εμφανείς ταξικές διαφορές, έτσι, για να μη χτυπούν πολύ στο μάτι…

Θέλουν επανάσταση; Εμείς τους δίνουμε ολίγες μεταρρυθμίσεις. Όχι ολίγες, αρκετές. Τους μπουκώνουμε με μεταρρυθμίσεις. Ή μάλλον τους μπουκώνουμε με υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις. Γιατί, γνήσιες μεταρρυθμίσεις, δεν πρόκειται να κάνουμε ποτέ! Βλέπετε, τον μέσο πολίτη, δεν τον νοιάζει να εξαφανιστούν οι βρωμιές… Όχι. Του αρκεί να ξεσκεπάζονται, να γίνεται ένα σκάνδαλο, να γίνεται σαματάς… Αυτή είναι, για κείνον, η αληθινή ελευθερία. Αυτός είναι, για κείνον, ο καλύτερος κόσμος! Αλληλούια!

Ντάριο Φο 

Το βιβλιο της ανησυχιας



Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον.
Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας.
Αυτό επαληθεύεται σε όλη την κλίμακα των συναισθημάτων. Στον σωματικό έρωτα αναζητούμε την ηδονή μας με τη μεσολάβηση ενός ξένου κορμιού. Στον έρωτα που διακρίνεται από την σεξουαλική πράξη, αναζητούμε την ικανοποίησή μας με τη μεσολάβηση μιας δικής μας ιδέας που έχουμε σχηματίσει για κάποιον. Ο αυνανιστής, αν και κοινωνικά απόβλητος, είναι για την ακρίβεια η τέλεια έκφραση της ερωτικής λογικής. Είναι ο μόνος που δεν εξαπατά κανέναν, ούτε τον εαυτό του ούτε άλλον.
Οι σχέσεις ανάμεσα σε μια ψυχή και μια άλλη, μέσα από πράγματα τόσο αμφίβολα και αποκλίνοντα όσο οι λέξεις που χρησιμοποιούμε και οι κινήσεις που κάνουμε, είναι ένα ζήτημα μιας πολυπλοκότητας παράξενης. Μέσα στην ίδια την τέχνη της γνωριμίας δεν αναγνωριζόμαστε. Λένε κι οι δυο "σ'αγαπώ" ή το σκέφονται και το νιώθουν αμοιβαία, κι ο καθένας εκφράζει μια έννοια διαφορετική, μια ζωή διαφορετική, κι ίσως ακόμη ένα χρώμα ή ένα άρωμα διαφορετικό, μέσα σ'αυτό το αφηρημένο άθροισμα εντυπώσεων που αποτελεί τη δραστηριότητα της ψυχής.

Φερναντο Πεσσοα

Ο πειρασμός της αθωότητας



Ο οίκτος γίνεται μια παραλλαγή της περιφρόνησης από τη στιγμή που αποτελεί τη μοναδική μορφή σχέσης με τον άλλον, αποκλείοντας άλλα αισθήματα όπως είναι ο σεβασμός, ο θαυμασμός ή η χαρά.
Είναι πολύ πιο εύκολο να συμπαθούμε με έναν αφηρημένο τρόπο τους δυστυχισμένους (πρόκειται για έναν κομψό τρόπο παραμερισμού τους) παρά να συμπαθούμε τους ευτυχισμένους, πράγμα που απαιτεί ένα μεγαλύτερο άνοιγμα καρδιάς μια και μας υποχρεώνει να ξεπεράσουμε το εμπόδιο της ζήλιας.
Κάνοντας τον οίκτο κορυφαία αξία, αποτρέπουμε τη δημιουργία ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να συνδιαλέγονται και να αλληλοαναγνωρίζονται σαν ελεύθερα πρόσωπα: τόσο η ανθρωπιστική δράση όσο και η φιλανθρωπία αποζητούν μονάχα αναξιοπαθούντες, δηλαδή εξαρτημένα πλάσματα.
Η πολιτική αντιθέτως, χρειάζεται συνομιλητές, δηλαδή αυτόνομα πλάσματα. Οι πρώτες παράγουν βοηθηματούχους, η δεύτερη απαιτεί υπεύθυνους.
Να για ποιο λόγο βλέπουμε τόσα άτομα ή λαούς που, ενώ περνούν μια δύσκολη κατάσταση, αρνούνται να αντιμετωπιστούν σαν θύματα: απωθούν τη συμπόνια μας που τους ταπεινώνει και προτιμούν να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους μαχόμενοι, παρά να καταντήσουν απλά αθύρματα της παγκόσμιας ευσπλαχνίας.
Όταν η αγορά τίθεται στην υπηρεσία της ηθικής διατεινόμενη πως προάγει την αλληλοβοήθεια, στην πραγματικότητα θέτει στην υπηρεσία της την ηθική επειδή τη βρίσκει οικονομικώς προσοδοφόρα. Μ’ αυτές τις απομιμήσεις, οι κοινωνίες μας αναλώνουν τα ιδανικά τους με την κυριολεκτική σημασία του όρου, τα γελοιοποιούν τιμώντας τα. Και το πνεύμα της αδελφοσύνης δεν πεθαίνει από συναισθηματική ξηρότητα αλλά από αλόγιστο ενθουσιασμό, μέσα σε μια πλημμυρίδα από είδωλα, φανφάρες και αγαθά αισθήματα. 

Πασκάλ Μπρυκνέρ

Ο τρελος



Με ρώτησες πώς έγινα τρελός. Να πώς:
Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ' εφτά ζωές.
΄Ετρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: "Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!"
Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε:
"Είναι τρελός!". Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ΄τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: " Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!"
΄Ετσι έγινα τρελός.
Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά. Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας..
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου. Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη. 

Χαλιλ Γκιμπραν

Το όνομα του Ρόδου



Τα θαύματα όλα βουβάθηκαν
η γη πάνω απ' τον ουρανό να στέκει
κι αυτό είν' το θαύμα που μετράει.

Επάνω η γη, ο ουρανός κάτω
αυτό πιστέψτε ότι είναι
το υπέρτατο θαύμα των θαυμάτων.

Ουμπέρτο Έκο



Ο τελευταίος πειρασμός (απόσπασμα)


-Έ, δυστυχισμένε, φώναξε, μα ο Θεός δε βρίσκεται στα μοναστήρια, βρίσκεται στα σπίτια των ανθρώπων! Όπου άντρας και γυναίκα, εκεί κι ο Θεός, όπου παιδιά κι έγνοιες και μαγερέματα και καβγάδες και φιλιωμοί, εκεί κι ο Θεός. Μην ακούς τι λεν οι μουνούχοι· τα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια. Αυτός που σου λέω εγώ, ο σπιτίσιος, όχι ο μοναστηρίσιος, είναι ο αληθινός Θεός· αυτόν να προσκυνάς· ο άλλος, για τους μουνούχους και τους τεμπέληδες!

Νίκος Καζαντζάκης



Παρότι δεν μπορούμε να μαντέψουμε πως θα είναι τα επόμενα χρόνια, έχουμε τουλάχιστον το δικαίωμα να ονειρευτούμε πώς θα θέλαμε να είναι. Το 1948 και το 1976 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών διατύπωσε οικουμενικές διακηρύξεις με εκτενείς καταλόγους ανθρώπινων δικαιωμάτων' αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα εκτός από το δικαίωμα να βλέπει, να ακούει και να σιωπά. τι θα γίνει αν αρχίσουμε να ασκούμε το δικαίωμα στο όνειρο που δεν διακηρύχθηκε ποτέ; τι θα γίνει αν για μια στιγμούλα αφεθούμε στο παραλήρημα; Ας διαπεράσει το βλέμμα μας το όνειδος και ας ονειρευτούμε έναν άλλο κόσμο όπου:
ο αέρας θα είναι καθαρός, απαλλαγμένος από το μικρόβιο του ανθρώπινου φόβου και από τα ανθρώπινα πάθη
στους δρόμους τα σκυλιά θα συνθλίβουν αυτοκίνητα
τους ανθρώπους δεν θα τους ελέγχει το αυτοκίνητο, δε θα τους προγραμματίζει ο υπολογιστής, δε θα τους εξαγοράζει το σούπερ μάρκετ, δε θα τους παρακολουθεί η τηλεόραση
η τηλεόραση θα πάψει να είναι το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας και θα της συμπεριφερόμαστε όπως στο σίδερο ή το πλυντήριο ρούχων
οι άνθρωποι θα δουλεύουν για να ζήσουν, αντί να ζουν για να δουλεύουν
στους ποινικούς κώδικες θα ενταχθεί και το αδίκημα της βλακείας, το αδίκημα που διαπράττουν όσοι ζουν για να έχουν ή για να κερδίζουν, αντί να ζουν απλώς και μόνο για να ζουν, σαν τα πουλιά που κελαηδούν χωρίς να ξέρουν ότι κελαηδούν και σαν τα παιδιά που παίζουν χωρίς να ξέρουν ότι παίζουν
σε καμιά χώρα δεν θα φυλακίζονται οι νέοι που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία αλλά εκείνοι που θα θέλουν να την υπηρετήσουν
οι οικονομολόγοι δε θα ονομάζουν επίπεδο ζωής το επίπεδο κατανάλωσης, ούτε ποιότητα ζωής την ποσότητα των υλικών αγαθών
οι μάγειροι δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους αστακούς να τους βράζουν ζωντανούς
οι ιστορικοί δεν θα πιστεύουν ότι η εισβολή σε μια χώρα είναι κάτι που την ευχαριστεί
οι πολιτικοί δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους φτωχούς να τρώνε υποσχέσεις
η σοβαρότητα θα πάψει να θεωρείται αρετή και κανείς δε θα παίρνει στα σοβαρά έναν άνθρωπο που δε θα είναι ικανός να γελάει με τον εαυτό του
ο θάνατος και το χρήμα θα χάσουν τις μαγικές τους δυνάμεις και ούτε ο θάνατος ούτε η περιουσία θα μπορούν να μετατρέψουν έναν παλιάνθρωπο σε ευυπόληπτο πολίτη
κανείς δε θα θεωρείται ήρωας ή χαζός επειδή κάνει αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό αντί να κάνει αυτό που τον συμφέρει περισσότερο
ο κόσμος δεν θα πολεμάει πια τους φτωχούς αλλά τη φτώχεια και η στρατιωτική βιομηχανία δε θα έχει άλλη λύση παρά να κλείσει
το φαγητό δε θα είναι εμπόρευμα ούτε η επικοινωνία εμπόριο, επειδή το φαγητό και η επικοινωνία ε΄ναι δικαιώματα του ανθρώπου
κανείς δε θα πεθαίνει από πείνα επειδή κανείς δε θα πεθαίνει από το πολύ φαϊ
κανείς δε θα φέρεται στα παιδιά του δρόμου σαν να είναι σκουπίδια, επειδή δε θα υπάρχουν παιδιά του δρόμου
κανείς δε θα φέρεται στα πλούσια παιδιά σαν να είναι λεφτά, επειδή δε θα υπάρχουν πλούσια παιδιά
η εκπαίδευση δε θα είναι προνόμια μόνο όσων μπορούν να την πληρώσουν
η αστυνομία δεν θα είναι εφιάλτης για όσους δεν μπορούν να την εξαγοράσουν
η δικαιοσύνη και η ελευθερία, αδέρφια σιαμαία που καταδικάστηκαν να ζουν χωριστά, θα ενωθούν και πάλι, πλάτη με πλάτη
μια μαύρη γυναίκα θα είναι πρόεδρος της Βραζιλίας και μια άλλη γυναίκα, επίσης μαύρη, θα είναι πρόεδρος την Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής’ μια ινδιάνα γυναίκα θα κυβερνάει τη Γουατεμάλα και μια άλλη το Περού
στην Αργεντινή οι τρελές της Πλάζα ντε Μάγιο θα είναι παράδειγμα πνευματικής υγείας, επειδή εκείνες αρνήθηκαν να ξεχάσουν στα χρόνια της υποχρεωτικής λήθης
η Αγία Μητέρα Εκκλησία θα διορθώσει τα τυπογραφικά λάθη στους πίνακες του Μωυσή και η έκτη εντολή θα προστάζει να τιμάμε το σώμα
η Εκκλησία επίσης θα υπαγορεύσει μια ακόμη εντολή, που την ξέχασε ο Θεός: «Αγάπα τη φύση, μέρος της οποίας είσαι κι εσύ»
θα ξαναβλαστήσουν τα δάση στον ερημωμένο κόσμο μας και στις ερημωμένες ψυχές
οι απελπισμένοι θα ξαναβρούν την ελπίδα τους και οι χαμένοι τη ζωή τους, αφού απελπίστηκαν επειδή ήλπισαν πολύ και χάθηκαν επειδή έψαξαν πολύ
όσοι έχουμε θέληση για δικαιοσύνη και ομορφιά θα είμαστε όλοι αδέρφια, όποτε κι αν έχουμε γεννηθεί, όπου κι αν έχουμε ζήσει, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε καθόλου τα σύνορα του κόσμου και του χρόνου
η τελειότητα θα εξακολουθήσει να είναι το βαρετό προνόμιο των θεών’ όμως, σ’ αυτό τον όμορφο αλλά και γαμημένο κόσμο, θα ζούμε την κάθε νύχτα σαν να ‘ναι η τελευταία καιτ ην κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας.

Εντουάρντο Γκαλεάνο

Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή


"....γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό να 'ναι το δυσκολότερο απ' όσα μας έταξε η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ'άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι' αυτό κι οι νέοι -που είναι "αρχάριοι" στο κάθε τι -
δεν ξέρουν ακόμα ν' αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν ν'αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου "εγκλεισμού". Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν'ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δύο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατελείωτων, ανοργάνωτων;)΄είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν'αποχτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου΄είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ' απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θα πρεπει να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο ("ν' ακροάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα"). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ'ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα). Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι΄ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορέσει ακόμη να το χωρέσει."

Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε, (Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)

Εκεί που ο Θεός έρχεται μόνο για να κλάψει


Ένα κορίτσι πέφτει σ'ένα πηγάδι. Ένα αγόρι περνά από εκεί, το βλέπει, πηδάει μες στο πηγάδι και σώζει το κορίτσι. Αυτό τον ευχαριστεί και τον ρωτά: Γιατί το έκανες αυτό; Το αγόρι λέει:Γιατί η ζωή μου δε θα'χε καμιά αξία αν σ'έβλεπα να πεθαίνεις. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά διαφορά ανάμεσα σε σένα και μένα. Γιατί κάθε φορά που πεθαίνει ένας από μας, πεθαίνουμε όλοι από λίγο.

Siba Shakib

''Γιατί, τι αλλο ειναι ο θανατος εκτος απο το να σταθεις γυμνος μεσα στον ανεμο και να λιωσεις μεσα στον ήλιο; Και τι σημαινει να παψεις να αναπνεεις εκτος απο το να ελευθερωσεις την ανασα απο τα ασταμάτητα κυματα της, για να μπορεσει να υψωθει και ν'απλωθει και να γυρεψει το Θεο αναλαφρη και ανεμπόδιστη;''

Χαλίλ Γκιμπράν

Για ποιόν χτυπά η καμπάνα



Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ένα ακέραιο σύμπαν από μόνος του.
κάθε άνθρωπος είναι κομμάτι της Ηπείρου, μέρος της στεριάς. αν ένα
σβολαράκι γης παρασυρθεί από τη Θάλασσα, η Ευρώπη μικραίνει, το ίδιο 
όπως κι αν παρασυρθεί ένα Ακρωτήρι, το ίδιο όπως κι αν παρασυρθεί το 
αρχοντικό των φίλων σου, ή και το δικό σου ακόμα. του κάθε ανθρώπου
ο θάνατος εμένα λιγοστεύει, γιατί εγώ είμαι δεμένος με την Ανθρωπότητα. 
Γι αυτό ποτέ μη στείλεις να σου πουν για ποιόν χτυπά η καμπάνα. για σένα χτυπά.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Το Λάθος



"Oφείλετε να γνωρίζετε πως για την Ειδική Υπηρεσία και για κεινους που την υπηρετούν ισχύει μια εντελώς αλλιώτικη φιλοσοφία. Οι άνθρωποι, σύμφωνα με την εν λόγω φιλοσοφία, δε χωρίζονται σε καλούς και κακούς, τίμιους και μη, και τόσες άλλες ανεδαφικές και άχρηστες διακρίσεις, υπόλοιπα του παρελθόντος. Ο ανακριτής της ειδικής υπηρεσίας παραδέχεται μια και μόνη διάκριση: με το Καθεστώς - όχι με το καθεστώς. Η απλούστευση αυτή είναι πολύτιμη και για την Ειδική Υπηρεσία και για τον καθένα από σας χωριστά. Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το καθεστώς. Ο υπ' αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μια και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται στον ανακριτή της Ειδικής Υπηρεσίας, είναι η εξής: με το Καθεστώς - όχι με το Καθεστώς" 

Αντώνης Σαμαράκης

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΦΟΒΙΑ





Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.
Όσοι δε δουλεύουν φοβούνται μη δε βρουν ποτέ δουλειά.
Όποιος δε φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό.
Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.
Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει.
Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.
Ζούμε στα χρόνια του φόβου.
Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.
Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας.
Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.
Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ' όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής. 

Eduardo Galeano (από το βιβλίο «Ενας κόσμος ανάποδα»)


Τα μοναχικά βήματα (απόσπασμα)



Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την βρούμε;

Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ' τα χρόνια...

Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα...

Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δυό πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ. 

Όλα θολά συγκεχυμένα... Οι άλλοι φτιάχνουν απο μας ενα πρόσωπο για δική τους χρήση... ποιοί είμαστε; ... 

άγνωστο... και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ' τον αληθινό εαυτό μας.

Τάσος Λειβαδίτης

Το τελευταίο τετράδιο



Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται μπροστά στα μάτια... όλων, για τα χέρια που τους χειρίζονται δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος. Θα έπρεπε, επομένως, να είναι εύκολο για τον καθένα να επιλέξει ανάμεσα στην πλευρά της αλήθειας και στην πλευρά του ψεύδους, ανάμεσα στον ανθρώπινο σεβασμό και στην ασέβεια προς τον άλλον, ανάμεσα σε αυτούς που είναι με τη ζωή και αυτούς που είναι εναντίον της. Δυστυχώς, τα πράγματα δε συμβαίνουν πάντα έτσι. Ο προσωπικός εγωισμός, το βόλεμα, η έλλειψη γενναιοδωρίας, οι μικρές δειλίες της καθημερινότητας, όλα αυτά συνεισφέρουν σε μια ολέθρια μορφή πνευματικής τυφλότητας, να βρισκόμαστε δηλαδή στον κόσμο και να μη βλέπουμε τον κόσμο, ή να βλέπουμε από αυτόν ότι, ανά πάσα στιγμή, τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορούμε να ευχηθούμε παρά να έρθει η συνείδηση και να μας ταρακουνήσει επειγόντως από το μπράτσο και να μας ρωτήσει εξ επαφής: “Πού πας; Τι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;”. Μια εξέγερση ελεύθερων συνειδήσεων θα χρειαζόμασταν. Είναι άραγε εφικτό;

JOSE SARAMAGO


«Από τη στιγμή που η τέχνη δεν είναι τροφή των εκλεκτών, ο καλλιτέχνης μπορεί να εκδηλώνει το ταλέντο του με κάθε ιδιοτροπία, όπως τού σφυρίξει, με κάθε επινόηση τού πνευματικού τσαρλατανισμού. Αλλά οι εκλεπτυσμένοι, οι πλούσιοι, οι χασομέρηδες, οι διυλίζοντες την πεμπτουσία, ψάχνουν για το καινούργιο, το αλλόκοτο, το πρωτοφανές, το σκανδαλώδες. Κι εγώ από τον Κυβισμό κι ύστερα ικανοποίησα αυτούς τους κυρίους και τους κριτικούς με πάμπολλα παράξενα που πέρασαν από το νου μου και όσο λιγότερο τα καταλάβαιναν, τόσο τα θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω συνεχώς με όλα τούτα τα παιχνίδια, τις λοιδορίες, τους γρίφους, τις σπαζοκεφαλιές και τα αραβουργήματα έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότητα για έναν ζωγράφο σημαίνει: πωλήσεις, κέρδη, περιουσία, πλούτο. Όπως γνωρίζετε, σήμερα είμαι διάσημος και πλούσιος, αλλά όταν μένω μόνος με τον εαυτό μου δεν έχω το θάρρος να με θεωρώ καλλιτέχνη με την αρχαία έννοια τής λέξης. Ήταν μεγάλοι ζωγράφοι ο Τζιόττο, ο Τισιανός, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια. Εγώ είμαι μόνον ένας δημόσιος ψυχαγωγός, που κατάλαβε την εποχή του, που καταπράυνε όσο μπορούσε την ηλιθιότητα, την κενοδοξία και την απληστία των συγχρόνων του. Είναι πικρή η δική μου εξομολόγηση, πιο οδυνηρή απ' ό,τι μπορεί να φαίνεται, έχει όμως την αρετή να είναι ειλικρινής».

Pablo Picasso